-
1 срисовать
αντιγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > срисовать
-
2 copier
αντιγράφω -
3 kopírovat
αντιγράφω -
4 obkreslit
αντιγράφω -
5 obtisknout
αντιγράφω -
6 odkoukat
αντιγράφω -
7 okopírovat
αντιγράφω -
8 kopiować
αντιγράφω -
9 powielać
αντιγράφω -
10 przepisywać
αντιγράφω -
11 списать
ρ.σ.μ.1. αντιγράφω•списать текст рукописи αντιγράφω το κείμενο του χειρόγραφου•
-сочинение у одноклассика αντιγράφω έκθεση ιδεών από το συμμαθητή.
2. (φιλγ.) δανείζομαι, παίρνω από κάποιον.3. διαγράφω, σβήνω, ξεγράφφω, απαλείφω•списать со счта σβήνω από το λογαριασμό.
4. (ναυτ.) απολύω από το πλήρωμα του πλοίου.1. αλληλογραφώ, αποκτώ σύνδεση με αλληλογραφία.2. (ναυτ.) απολύομαι• διαγράφομαι από το πλήρωμα του πλοίου. -
12 выписать
выписать, выписывать 1) (сделать выписки) διαλέγω, αντιγράφω 2) (журнал и т. п.) εγγράφομαι συνδρομητής \выписать газету εγγράφομαι συνδρομητής σε εφημερίδα* * *= выписывать1) ( сделать выписки) διαλέγω, αντιγράφω2) (журнал и т. п.) εγγράφομαι συνδρομητήςвы́писать газе́ту — εγγράφομαι συνδρομητής σε εφημερίδα
-
13 копировать
-
14 переписать
переписать 1) αντιγράφω 2) (составить список) καταγράφω* * *1) αντιγράφω2) ( составить список) καταγράφω -
15 заимствовать
заимствоватьсов и несов ἀντιγράφω, παίρνω, (ἀπο)μιμοῦμαι; \заимствовать чужой обычай Αντιγράφω ξένα ήθη καί ἔθιμα. -
16 копировать
-рую, -руешьρ.δ. μ.1. αντιγράφω με καρμπόν, βγάζω αντίγραφα.2. αντιγράφω εικόνα.3. μιμούμαι, αναπαρασταίνω•-жесты μιμούμαι τις χειρονομίες•
копировать манеру речи учителя μιμούμαι την ομιλία του δάσκαλου.
αντιγράφομαι. || απομιμούμαι, αναπαρασταίνομαι. -
17 расписать
ρ.σ.μ.1. γράφω, αντιγράφω•расписать роли пьеса αντιγράφω τους ρόλους του θεατρικού έργου,
2. καταγράφω, καταχωρώ. || κατανέμω, γράφω, καθορίζω με τη σειρά.3. διακοσμώ (με σχήματα, χρώματα).4. μτφ. περιγράφω λεπτομερώς• ωραιοποιώ.1. υπογράφω•прочтите и -тесь διαβάστε και υπογράψτε•
расписать на ведомости υπογράφω στον κατάλογο.
|| μτφ. παραδέχομαι, ομολογώ, αναγνωρίζω•расписать в собственном невежестве παραδέχομαι την αμάθεια μου.
2. δηλώνω το γάμο στο ληξιαρχείο.3. με τραβά το γράψιμο, ξεχνιέμαι γράφοντας. -
18 калькирование
(снятие копии чего-л. посредством кальки) η αντιγραφή (π.χ. του σχεδίου) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρ-του-ть (снимать копию чего-л. посредством кальки) αντιγράφω (π.χ. το σχέδιο) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρτουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > калькирование
-
19 копировать
1. (изготовлять копии) αντιγράφω, κατασκευάζω αντίγραφα 2. (πο-лигр.) (размножать) βγάζω αντίτυπα/αντίγραφα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копировать
-
20 переписать
1. (списать, написать что-л. ещё раз) αντιγράφω, μεταγράφω 2. (написать заново, иначе) ξαναγράφω 3. (произвести опись) απογράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переписать
См. также в других словарях:
αντιγράφω — αντιγράφω, αντέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀντιγράφω — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀντίγραφος copied masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀντιγράφω write against pres subj act 1st sg ἀντιγράφω write against pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγράφω — (AM ἀντιγράφω) νεοελλ. 1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω 2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης 3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος β) μιμούμαι. αρχ. 1. γράφω εναντίον … Dictionary of Greek
αντιγράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. ξεσηκώνω από κάπου, κλέβω: Στις εξετάσεις συνήθιζε να αντιγράφει. 2. απομιμούμαι: Αντίγραψε πολύ πιστά το «Μυστικό δείπνο» του ντα Bίντσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιγράφῳ — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγράψει — ἀντιγράφω write against aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιγράφω write against fut ind mid 2nd sg ἀντιγράφω write against fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγεγραμμένον — ἀντιγράφω write against perf part mp masc acc sg ἀντιγράφω write against perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγεγραμμένων — ἀντιγράφω write against perf part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφομένων — ἀντιγράφω write against pres part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφέντα — ἀντιγράφω write against aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀντιγράφω write against aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφέντων — ἀντιγράφω write against aor part pass masc/neut gen pl ἀντιγράφω write against aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)