Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αντηχώ

  • 21 раздаваться

    раздаваться I
    несов (о звуке) ἀκούομαι, ἀντηχώ.
    раздаваться II
    несов
    1. (раздвигаться, расступаться) παραμερίζω (а.нет.):
    толпа постепенно (\раздаватьсява́лась τό πλήθος παραμέριζε σιγάσιγά·
    2. (становиться просторнее) разг φαρδαίνω, ἀνοίγω (ά,οετ.)·
    3. (толстеть) разг χοντραίνω (ά^ετ.), παχαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > раздаваться

  • 22 разноситься

    разноситься I
    несов (распространяться) διαδίδομαι, ξαπλώνομαι/ κυκλοφορώ (о слухах)/ ἀντηχώ (раздаваться):
    разносится звон ἀντηχεί ἡ κωδωνοκρου-σία, ἀντηχεί ἡ καμπάνα.
    разноситься II
    сов см. разнашиваться.

    Русско-новогреческий словарь > разноситься

  • 23 резонировать

    резонировать
    несов ἀντηχώ, ἀπηχώ, ἀντιλαλώ.

    Русско-новогреческий словарь > резонировать

  • 24 αντικοτώ

    (α).μετ.
    1) обвинить; 2) встречать лицом к лицу, смотреть в лицо (опасности); 3) см. αντηχώ; 4) склоняться (к чьему-л. мнению и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντικοτώ

  • 25 echo

    ['ekəu] 1. plural - echoes; noun
    (the repeating of a sound caused by its striking a surface and coming back: The children shouted loudly in the cave so that they could hear the echoes.) ηχώ,αντίλαλος
    2. verb
    1) (to send back an echo or echoes: The cave was echoing with shouts; The hills echoed his shout.) αντηχώ, αντιλαλώ
    2) (to repeat (a sound or a statement): She always echoes her husband's opinion.) επαναλαμβάνω,απηχώ

    English-Greek dictionary > echo

  • 26 peal

    [pi:l] 1. noun
    1) (the ringing of (a set of) bells.) κουδούνισμα,κωδωνοκρουσία
    2) (a set of (usually church) bells.) κωδωνοστοιχία
    3) (a loud noise: peals of laughter/thunder.) τρανταχτό γέλιο/μπουμπουνητό
    2. verb
    (to (cause to) ring or sound loudly: Thunder pealed through the valley.) αντηχώ

    English-Greek dictionary > peal

  • 27 resound

    (to sound loudly or for a long time: The audience's cheers resounded through the hall.) αντηχώ
    - resoundingly

    English-Greek dictionary > resound

  • 28 ring

    I 1. [riŋ] noun
    1) (a small circle eg of gold or silver, sometimes having a jewel set in it, worn on the finger: a wedding ring; She wears a diamond ring.) δαχτυλίδι
    2) (a circle of metal, wood etc for any of various purposes: a scarf-ring; a key-ring; The trap-door had a ring attached for lifting it.) κρίκος
    3) (anything which is like a circle in shape: The children formed a ring round their teacher; The hot teapot left a ring on the polished table.) κύκλος
    4) (an enclosed space for boxing matches, circus performances etc: the circus-ring; The crowd cheered as the boxer entered the ring.) πίστα, παλαίστρα, ριγκ
    5) (a small group of people formed for business or criminal purposes: a drugs ring.) δίκτυο, σπείρα
    2. verb
    ( verb)
    1) (to form a ring round.) περικυκλώνω
    2) (to put, draw etc a ring round (something): He has ringed all your errors.) βάζω σε κύκλο
    3) (to put a ring on the leg of (a bird) as a means of identifying it.) τοποθετώ κρίκο αναγνώρισης στο πόδι πουλιού
    - ringlet
    - ring finger
    - ringleader
    - ringmaster
    - run rings round
    II 1. [riŋ] past tense - rang; verb
    1) (to (cause to) sound: The doorbell rang; He rang the doorbell; The telephone rang.) χτυπώ (κουδούνι), σημαίνω/ κουδουνίζω
    2) ((often with up) to telephone (someone): I'll ring you (up) tonight.) τηλεφωνώ
    3) ((often with for) to ring a bell (eg in a hotel) to tell someone to come, to bring something etc: She rang for the maid.) καλώ
    4) ((of certain objects) to make a high sound like a bell: The glass rang as she hit it with a metal spoon.) κουδουνίζω
    5) (to be filled with sound: The hall rang with the sound of laughter.) αντιλαλώ
    6) ((often with out) to make a loud, clear sound: His voice rang through the house; A shot rang out.) αντηχώ
    2. noun
    1) (the act or sound of ringing: the ring of a telephone.)
    2) (a telephone call: I'll give you a ring.)
    3) (a suggestion, impression or feeling: His story has a ring of truth about it.)
    - ring back
    - ring off
    - ring true

    English-Greek dictionary > ring

  • 29 вторить

    ρ.δ.
    1. τραγουδώ ή παίζω δεύτερη φωνή.
    2. αντηχώ, αντιλαλώ• επαναλαμβάνω τους ήχους ή τα λόγια άλλου.
    3. συμφωνώ, στέργω, συναινώ, συγκατανεύω.

    Большой русско-греческий словарь > вторить

  • 30 грянуть

    ρ.σ. βροντώ, αναβροντώ, κροτώ απότομα, μπουμπουνίζω, αντηχώ ξαφνικά•

    -ул гром μπουμπούνισε ξαφνικά•

    -ул выстрел αντήχησε ξαφνικά πυροβολισμός•

    -ла музыка ξαφνικά και δυνατά αντήχησε η μουσική.

    || μτφ. ξεσπώ• ανάβω• εκδηλώνομαι βίαια κ. απρόοπτα•

    -ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•

    -ул бой άναψε η μάχη•

    -ул дождь ξαφνικά ε’βρεξε δυνατά.

    πέφτω με κρότο, με γδούπο, βροντοκοπώ, σωριάζομαι με κρότο.

    Большой русско-греческий словарь > грянуть

  • 31 звучать

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. звучащий
    ρ.δ.
    1. ηχώ, σημαίνω•

    колокол -ит ηχεί η καμπάνα.

    2. αντηχώ, αντιλαλώ•

    -ат голоса αντιλαλούν φωνές.

    || είμαι εύηχος, έχω φωνή• ρο•

    звучать яль -ит неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προβάλλω, διακρίνομαι•

    в вопросе -ит сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία•

    в е голосе -ит радость στη φωνή της διακρίνετοα η χαρά•

    это -ит фальшиво αυτό είναι φανερό ψέμα.

    || κάνω την εντύπωση• συμπίπτω με•

    это утверадние -ит совсем не по-марксистки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική.

    εκφρ.
    звучать в ушах (в памяти, в сердце) – ηχώ ακόμα στ αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνήμη, δεν ξεχνιέται.

    Большой русско-греческий словарь > звучать

  • 32 лететь

    лечу, летишь
    ρ.δ.
    1. πετώ, ίπταμαι•

    журавли -ят οι γερανοί πετούν•

    самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.

    2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•

    звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•

    искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.

    3. πέφτω•

    лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•

    -ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.

    4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
    5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•

    время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.

    6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).
    7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•

    акции -ят οι μετοχές πέφτουν.

    Большой русско-греческий словарь > лететь

  • 33 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 34 отразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отраженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. αποκρούω απωθώ•

    отразить удар αποκρούω χτύπημα.

    || μτφ. αντικρούω ανασκευάζω•

    отразить обвинений αντικρούω τις κατηγορίες.

    2. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω. || αντηχώ, απηχώ.
    3. μτφ. απεικονίζω•

    отразить жизнь в романе απεικονίζω τη ζωή στο μυθιστόρημα.

    1. παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαι.
    2. αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι.
    3. μτφ. απεικονίζομαι, καθρεφτίζομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι•

    в глазах его -лся испуг στα μάτια του διακρίνονταν ο φόβος•

    на лице е -лась радость στο πρόσωπο της φαινόταν η χαρά.

    4. επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω.

    Большой русско-греческий словарь > отразить

  • 35 повторить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повторенный, βρ: -рен, -а, -о
    κ. повторенный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    επαναλαβαίνω, επαναλαμβάνω επαναλέγω•

    повторить урок επαναλαβαίνω το μάθημα•

    повторить ощибку κάνω το ίδιο λάθος•

    повторить слово в слово επαναλαβαίνω λέξη προς λέξη•

    повторить вкратце επαναλαβαίνω σύντομα•

    -и эту фразу επανέλαβε αυτή τη φράση.

    || αναπαράγω (ήχο, φωνή, σφύριγμα κ.τ.τ.)• αντηχώ.
    επαναλαβαίνομαι, επαναλαμβάνομαι (ύστερα από διακοπή)• συνεχίζομαι•

    повторить ошибки -лись τα λάθη επαναλήφτηκαν•

    разговор -лся η συνομιλία επαναλήφτηκε.

    || αναπαράγομαι• αναδημιουργούμαι, επαναφέρομαι, επανέρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > повторить

  • 36 раздаться

    -дастся, -дадутся, παρλθ. χρ. раздался, -лась, -лось
    κ. -лось προστκ. раздайся, μτχ. παρλθ. χρ. раздавшийся
    ρ.σ.
    ηχώ, αντηχώ• ακούομαι•

    далеко -лся выстрел μακριά έπεσε ντουφέκια.

    ρ.σ.
    1. αναμερώ, -ίζω, αποτραβιέμαι, κάνω στην άκρη• αναμερώ (από το δρόμο)•

    толпа -лась το πλήθος αναμέρισε.

    || παλ. θραύομαι, σπάζω.
    2. μτφ. ξανοίγω,φαρ-δυνω, πλαταίνω, γίνομαι φαρδύς, πλατύς.
    3. παχαίνω, χοντραίνω.

    Большой русско-греческий словарь > раздаться

  • 37 резонировать

    -тует
    ρ.δ. αντηχώ, απηχώ• α-ντιβουώ.

    Большой русско-греческий словарь > резонировать

  • 38 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 39 echo

    1) αντήχηση
    2) αντηχώ
    3) αντιλαλώ
    4) μιμούμαι

    English-Greek new dictionary > echo

См. также в других словарях:

  • αντηχώ — αντηχώ, αντήχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντηχώ — (AM ἀντηχῶ, έω) ανακλώ ήχο, αντιλαλώ νεοελλ. ηχώ, ακούγομαι αρχ. 1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός 2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση 3. εκφράζω αντίθεση με φωνές 4. αντιλέγω …   Dictionary of Greek

  • αντηχώ — αντήχησα, ανακλώ τον ήχο, αντιλαλώ, βουίζω: Η αίθουσα αντηχούσε από τα χειροκροτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχοβολώ — ( άω) αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ «ηχώ, αντηχώ» + βολώ] …   Dictionary of Greek

  • κελαηδώ — και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, έω και άω (ΑΜ κελαδῶ, έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ) (για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω νεοελλ. μσν. μτφ. (για ανθρώπους) 1. φλυαρώ ευχάριστα 2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα 3. αυθαδιάζω μσν. αντηχώ αρχ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • περιηχώ — περιηχῶ έω, ΝΜΑ αντηχώ ολόγυρα μσν. αρχ. παθ. περιηχοῡμαι 1. φημίζομαι παντού, η φήμη μου απλώνεται ολόγυρα 2. είμαι ενήμερος, έχω ακούσει φήμες αρχ. παθ. 1. κραυγάζω 2. αντηχώ* …   Dictionary of Greek

  • συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… …   Dictionary of Greek

  • συνυπηχώ — έω, Α αντηχώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπηχῶ «αντηχώ, αποκρίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • αμφαϋτέω — ἀμφαϋτέω (Α) (μόνο σε τμήση) ηχώ ολόγυρα, αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀϋτέω, ποιητ. τ. στον Όμηρο και καμιά φορά στους τραγικούς, που εκφράζει την έννοια τής κραυγής, και ιδιαίτερα τής πολεμικής κραυγής] …   Dictionary of Greek

  • αμφιμυκώμαι — ἀμφιμυκῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας 2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μυκῶμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»