-
1 αντίζηλος
[андизилос] επ. / ουσ. соперникΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντίζηλος
-
2 соперник
-
3 соперник
соперни||км ὁ ἀντίπαλος/ ὁ ἀντίζηλος, ὁ ἀντεραστἡς (в любви). -
4 соперница
соперни||цаж ἡ ἀντίπαλος/ ἡ ἀντίζηλος, ἡ ἀντεράστρια (в любви). -
5 соперник
-а α. -ца, -ы θ.1. αντίπαλος, -η, ανταγωνιστής. || αντίζηλος• αντεραστής.2. μτφ. ισάξιος, ισότιμος.
См. также в других словарях:
ἀντίζηλος — rival masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίζηλος — ο, η (Α ἀντίζηλος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε αμοιβαία αντίθεση με κάποιον επειδή και οι δύο διεκδικούν το ίδιο πράγμα 2. ο αντίπαλος νεοελλ. αντεραστής, αντεράστρια … Dictionary of Greek
αντίζηλος — η, ο επίρρ. α ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντεραστής: Τέτοιον αντίζηλο δεν περίμενε να βρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιζήλου — ἀντίζηλος rival masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιζήλους — ἀντίζηλος rival masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιζήλων — ἀντίζηλος rival masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίζηλοι — ἀντίζηλος rival masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίζηλον — ἀντίζηλος rival masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… … Dictionary of Greek
ανθάμιλλος — ἀνθάμιλλος, ον (Α) ανταγωνιστής, αντίζηλος, αντίπαλος … Dictionary of Greek
αντέραμαι — ἀντέραμαι (Α) είμαι ερωτικός αντίζηλος κάποιου … Dictionary of Greek