Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αντίζηλος

См. также в других словарях:

  • ἀντίζηλος — rival masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίζηλος — ο, η (Α ἀντίζηλος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε αμοιβαία αντίθεση με κάποιον επειδή και οι δύο διεκδικούν το ίδιο πράγμα 2. ο αντίπαλος νεοελλ. αντεραστής, αντεράστρια …   Dictionary of Greek

  • αντίζηλος — η, ο επίρρ. α ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντεραστής: Τέτοιον αντίζηλο δεν περίμενε να βρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιζήλου — ἀντίζηλος rival masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιζήλους — ἀντίζηλος rival masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιζήλων — ἀντίζηλος rival masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίζηλοι — ἀντίζηλος rival masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίζηλον — ἀντίζηλος rival masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… …   Dictionary of Greek

  • ανθάμιλλος — ἀνθάμιλλος, ον (Α) ανταγωνιστής, αντίζηλος, αντίπαλος …   Dictionary of Greek

  • αντέραμαι — ἀντέραμαι (Α) είμαι ερωτικός αντίζηλος κάποιου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»