Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ανεμίζω

  • 1 éventer

    ανεμίζω

    Dictionnaire Français-Grec > éventer

  • 2 развеять

    -вею, -веешь
    ρ.σ.μ.
    (για άνεμο, φύσημα).
    1. παρασύρω, (δια)σκορπίζω• ανεμοσκορπίζω•

    ветром -ло пыль ο αέρας παρέσυρε τη σκόνη•

    ветер -ял облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    || μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•

    развеять в прах κάνω στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    2. ανεμίζω•

    ветер -ял флаги, волосы ο αέρας ανέμισε τις σημαίες, τα μαλλιά.

    1. παρασύρομαι, (δια)σκορπίζομαι (από τον άνεμο).
    2. μτφ. καταστρέφομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι• εξανεμίζομαι• σβήνω.
    3. ανεμίζω•

    волосы -лись τα μαλλιά ανέμισαν.

    Большой русско-греческий словарь > развеять

  • 3 развевать

    развева||ть
    несов ἀνεμίζω:
    ветер \развеватьет знамя ὁ μέρας ἀνεμίζει τή σημαία.

    Русско-новогреческий словарь > развевать

  • 4 раздувать

    раздув||ать
    несов
    1. φυσώ, φουσκώνω:
    \раздувать огонь δυναμώνω φυσώντας τήν φωτιά, φυσώ τήν φωτιά·
    2. (надувать) φουσκώνω·
    3. безл разг φουσκώνω (μετ.), πρήσκω:
    у него часто \раздуватьает щеку συχνά πρήζεται τό μάγουλο του·
    4. перец, (преувеличивать) μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, παραφουσκώνω:
    \раздувать дело μεγαλοποιώ ἕνα ζήτημα· \раздувать успех ἐξογκώνω τήν ἐπιτυχία·
    5. перен, (увеличивать, расширять):
    \раздувать штаты αὐξάνω ὑπερβολικά τό προσωπικό·
    6. (развевать) κυματίζω, ἀνεμίζω:
    ветер \раздуватьает знамена ὁ ἀέρας κυματίζει τις σημαίες.

    Русско-новогреческий словарь > раздувать

  • 5 flap

    [flæp] 1. noun
    1) (anything broad or wide that hangs loosely: a flap of canvas.) πτερύγιο, `φύλλο`
    2) (the sound made when such a thing moves: We could hear the flap of the flag blowing in the wind.) πλατάγισμα,ανέμισμα
    3) (great confusion or panic: They are all in a terrible flap.) ταραχή,πανικός
    2. verb
    1) (to (make something) move with the sound of a flap: the leaves were flapping in the breeze; The bird flapped its wings.) φτεροκοπώ, ανεμίζω, κυματίζω
    2) (to become confused; to get into a panic: There is no need to flap.) τα χάνω,πανικοβάλλομαι

    English-Greek dictionary > flap

  • 6 flutter

    1. verb
    1) (to (cause to) move quickly: A leaf fluttered to the ground.) κινούμαι νευρικά/ανεμίζω
    2) ((of a bird, insect etc) to move the wings rapidly and lightly: The moth fluttered round the light.) πεταρίζω
    2. noun
    1) (a quick irregular movement (of a pulse etc): She felt a flutter in her chest.)
    2) (nervous excitement: She was in a great flutter.)

    English-Greek dictionary > flutter

  • 7 wave

    [weiv] 1. noun
    1) (a moving ridge, larger than a ripple, moving on the surface of water: rolling waves; a boat tossing on the waves.) κύμα
    2) (a vibration travelling eg through the air: radio waves; sound waves; light waves.) κύμα (ήχου)
    3) (a curve or curves in the hair: Are those waves natural?) κατσάρωμα
    4) (a (usually temporary) rise or increase: the recent crime wave; a wave of violence; The pain came in waves.) κύμα, τάση
    5) (an act of waving: She recognized me, and gave me a wave.) χαιρετισμός, γνέψιμο
    2. verb
    1) (to move backwards and forwards or flutter: The flags waved gently in the breeze.) κυματίζω
    2) (to (cause hair to) curve first one way then the other: She's had her hair waved; Her hair waves naturally.) κατσαρώνω, κάνω περμανάντ / είμαι κατσαρός
    3) (to make a gesture (of greeting etc) with (eg the hand): She waved to me across the street; Everyone was waving handkerchiefs in farewell; They waved goodbye.) χαιρετώ / γνέφω κουνώντας το χέρι /ανεμίζω
    - waviness
    - waveband
    - wave
    - wavelength
    - wave aside

    English-Greek dictionary > wave

  • 8 развевать

    [ραζβιβάτ’] ρ. ανεμίζω

    Русско-греческий новый словарь > развевать

  • 9 развевать

    [ραζβιβάτ’] ρ ανεμίζω

    Русско-эллинский словарь > развевать

  • 10 болтыхать

    ρ.δ.μ.
    (απλ.) ανεμίζω, ταλαντεύω• ανακατεύω.
    ανεμίζομαι, ταλαντεύομαι.• ανακατεύομαι.
    ρ.σ. βλ. бултыхнуть.

    Большой русско-греческий словарь > болтыхать

  • 11 взмахнуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.
    κινώ, αιωρώ, κουνώ προς τα πάνω• ανεμίζω•

    взмахнуть платком κουνώ επάνω το μαντήλι•

    взмахнуть крыльями φτερουγίζω•

    -фуражкой κουνώ επάνω το καπέλλο.

    κουνιέμαι προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взмахнуть

  • 12 заколыхать

    -лышу, -лышешь
    ρ.σ. αρχίζω να κουνώ, να ανεμίζω κλπ. ρ. βλ. колыхать.
    αρχίζω να κουνιέμαι κλπ. ρ. βλ. колыхаться.

    Большой русско-греческий словарь > заколыхать

  • 13 зыбить

    -блю, -блешь
    ρ.δ.μ. παλ. ταλαντεύω, ανεμίζω.
    ταλαντεύομαι, ανεμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > зыбить

  • 14 колыхать

    -ышу, -ышешь κ. (σπάνια)•

    -хаю, -хаешь, προστκ. колыхай, επιρ. μτχ. колыша κ. -хая

    ρ.δ. μ.
    κουνώ, σαλεύω, ταράσσω, ταλαντεύω• ανεμίζω•

    ветер -шет листья ο άνεμος κουνά τα φύλλα•

    вода -шет лодку το νερό κουνά τη βάρκα•

    ветер -шет знамёна ο άνεμος κυματίζει τις σημαίες.

    κουνιέμαι, ταλαντεύομαι• ανεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > колыхать

  • 15 мотать

    ρ.δ.
    1. αναπηνίζω, μασουρίζω κουβαριάζω περιτυλίγω.
    2. κουνώ, ανεμίζω τινάζω. || κουνώ αρνητικά το κεφάλι.
    3. κλυδωνίζομαι.
    4. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ.
    5. πηγαίνω γρήγρρα, τρέχω.
    εκφρ.
    мотать (себе) на ус – φέρω διαρκώς στη μνήμη.
    1. αιωρούμαι, ταλαντεύομαι.
    2. γυρίζω, τρέχω πολύ, περιτρέχω, περιπλανιέμαι.
    3. αναπηνίζομαι, περιελίσσομαι, περιτυλίγομαι• κουβαριάζομαι.
    ρ.δ. σπαταλώ, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω άσκοπα.
    σπαταλιέμαι, διασπαθίζομαι, ξοδεύομαι άσκοπα.

    Большой русско-греческий словарь > мотать

  • 16 развевать

    ρ.δ.μ. ανεμίζω•

    ветер -ет знамя ο αέρας ανεμίζει τη σημαία•

    ανεμίζομαι•

    флаг -лся η σημαία ανέμιζε (-ζονταν).

    Большой русско-греческий словарь > развевать

  • 17 раздувать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. раздать.
    2. ανεμίζω•

    ветер -ет флаги ο αέρας ανεμίζει τις σημαίες.

    1. βλ. раздуться.
    2. ανεμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздувать

  • 18 трепать

    треплю, треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трпанный, βρ: -пан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ, κουνώ, τινάζω• σείω ελαφρά. || τραβώ•

    трепать за уши τραβώ από τα αυτιά•

    трепать за волосы τραβώ από τα μαλλιά.

    || τραβώ δυνατά (γιαξέ-σχισμα). || χτυπώ δυνατά, μανιασμένα (για άνεμο, κύματα κ.τ.τ.).
    2. ταράζω, τρεμουλιάζω, παραδέρνω•

    его -лет малярия τον ταράζει η ελονοσία•

    е -ла лихорадка την τάραζε ο μεγάλος πυρετός.

    3. κουρελιάζω, καταρρακώνω• φθείρω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).
    4. επαναλαβαίνω συχνά, υπενθυμίζω τακτικά, ανα-μασσώ, παλιλογώ, αναμηρυκάζω.
    5. μτφ. αερο-κοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.
    6. κοπανώ (λινάρι, καννάβι).
    1. ανεμίζω, κυματίζω.
    2. κουρελιάζω, καταρρακώνομαι, καταστρέφομαι, χαλνώ.
    3. τριγυρίζω, περιφέρομαι, στριφογυρίζω.
    4. (απλ.) αεροκοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.
    5. τραβιέμαι, κουνιέμαι, σείομαι.
    6. παραδέρνω.

    Большой русско-греческий словарь > трепать

  • 19 флажок

    -жка α. σημαιοόυλα•

    махать -ом ανεμίζω (κουνώ) τη σημαιούλα•

    сигнальный σημαιούλα σηματοδότησης.

    Большой русско-греческий словарь > флажок

См. также в других словарях:

  • ανεμίζω — ανεμίζω, ανέμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ανεμίζω : κινώ κάτι (π.χ. σημαία) ή κινούμαι στον αέρα. Ο παθητικός τύπος ανεμίζομαι που αναφέρεται στα λεξικά είναι πολύ σπάνιος (δες κυρίως ψυχανεμίζομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

  • ανεμίζω — ανέμισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., κουνώ κάτι στον αέρα, λιχνίζω: Βοήθησε ν ανεμίσουν το στάρι. 2. αερίζω: Ανέμισα το καλαμπόκι, γιατί είχε αρχίσει να μουχλιάζει. 3. αμτβ., κυματίζω: Ψηλά στο κοντάρι ανέμιζε η σημαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • ανέμισμα — το [ανεμίζω] 1. το λίχνισμα 2. η κίνηση της ανέμης …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… …   Dictionary of Greek

  • διανεμίζω — 1. απλώνω ή τινάζω κάτι για να στραγγίσει ή να στεγνώσει 2. λιχνίζω 3. διασκορπίζω κάτι (στον άνεμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανεμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Πατάκη] …   Dictionary of Greek

  • εξανεμίζω — και ξανεμίζω (Μ ἐξανεμίζω και ξανεμίζω) 1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του») 2. (για μαλλιά) ανεμίζω 3. κινώ στον άνεμο μσν. (αμτβ.) πέρδομαι …   Dictionary of Greek

  • περιπλανώμαι — περιπλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και περιπλανιέμαι Ν πορεύομαι ή περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό («σαν άδικη κατάρα περιπλανάται μόνος του σκοτάδι στο σκοτάδι», Βαλαωρ.) νεοελλ. 1. χάνω τον δρόμο μου, τον προσανατολισμό μου, παρεκκλίνω… …   Dictionary of Greek

  • ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… …   Dictionary of Greek

  • υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»