Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ανεβαίνω+(

  • 81 облазить

    -аду, -аз.ищь
    ρ.σ.μ. σκαρφαλώνω παντού•

    облазить все чердаки ανεβαίνω σ όλες τις σοφίτες.

    Большой русско-греческий словарь > облазить

  • 82 плаха

    θ.
    1. σχίζα μεγάλη.
    2. κούτσουρο (όπου έκοβαν το κεφάλι του κατάδικου). || ικρίωμα•

    взойти на -у ανεβαίνω το ικρίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > плаха

  • 83 повысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. υψώνω ανυψώνω, ανεβάζω•

    повысить цену ανεβάζω την τιμή•

    повысить голос υψώνω τη φωνή.

    || αυξαίνω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω•

    повысить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς•

    повысить интерес αναπτύσσω το ενδια-φέρο•

    повысить требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις•

    повысить знания πλουτίζω τις γνώσεις.

    2. προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)•

    повысить в должности προάγω στο βαθμό.

    1. υψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι. || αυξαίνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.
    2. προάγομαι (υπηρεσιακά).

    Большой русско-греческий словарь > повысить

  • 84 подвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω•

    подвинуть стол μετακινώ το τραπέζι.

    2. μτφ. προωθώ•

    вперд переговоры προωθώ τις συνομιλίες подвинуть - работу προωθώ την εργασία.

    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο πλησιάζω•

    он -лся ко мне αυτός ήρθε κοντά μου•

    -нься, я сяду рядом κάνε λίγο πιο πέρα, θα καθίσω δίπλα σου.

    || προάγομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι (τη βαθμίδα, ιεραρχία)• προωθούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвинуть

  • 85 поднимать

    -аю, -аешь κ. παλ. подъмлю,
    лешь
    ρ.δ.μ.
    1. βλ. поднять.
    2. χωρώ (για βαγόνια, σκάφη κ.τ.τ.).
    1. βλ. поднять(ся).
    2. ανέρχομαι, ανεβαίνω.
    3. υψώνομαι πάνω από• δεσπόζω.

    Большой русско-греческий словарь > поднимать

  • 86 подскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, ανατινάζομαι, πετάγομαι επάνω. || μτφ. ανέρχομαι, ανεβαίνω απότομα•

    температура больного -ла ο πυρετός του άρρωστου ανέβηκε απότομα.

    2. βλ. подскакать.

    Большой русско-греческий словарь > подскочить

  • 87 подтянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, σφίγγω πιο γερά, ακόμα. || βιδώνω πιο σφιχτά. || σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνω.
    2. σύρω, σέρνω, τραβώ, φέρω κοντά•

    подтянуть лодку к берегу τραβώ τη βάρκα κοντά στην ακτή.

    3. σύρω, τραβώ αποκάτω•

    сани под навс σύρω το έλκυθρο στο υπόστεγο.

    4. (στρατ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω•

    подтянуть полк к переправе συγκεντρώνω το σύνταγμα κοντά στο πορθμείο.

    5. μτφ. προωθώ, βοηθώ• ανεβάζω, καλυτερεύω•

    подтянуть отсталых βοηθώ τους καθυστερημένους•

    подтянуть дисциплину ανεβάζω (καλυτερεύω) την πειθαρχία.

    6. βλ. подпеть.
    7. (απρόσ.) αδυνατίζω, ισχναίνω. || μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, συστέλλομαι (για κοιλιά, πλευρά κ.τ.τ.).
    1. σφίγγομαι πιο γερά.
    2. τεντώνομαι.
    3. (στρατ.) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον. || (για σκάφος) πλησιάζω.
    4. μτφ. ανεβαίνω, καλυτερεύω. || εξισώνομαι, φτάνω τους πρωτοπόρους. || μτφ. υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подтянуть

  • 88 престол

    α.
    1. θρόνος•

    войти (вступить) на престол ανεβαίνω στο θρόνο•

    сидеть на -θ κάθομαι• στο θρόνο (βασιλεύω)•

    возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο•

    свергнуть с -а εκθρονίζω•

    отречься (отказать(ся) от -а παραιτούμαι, από το θρόνο•

    наследник -а διάδοχος του θρόνου.

    2. η Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > престол

  • 89 прибыть

    ρ.σ.
    1. φτάνω, καταφτάνω, έρχομαι, αφικνούμαι•

    поезд -был το τρένο ήρθε•

    пароход -был το ατμόπλοιο κατέπλευσε•

    на праздник -были много делегаций στη γιορτή ήρθαν πολλές αντιπροσωπείες•

    -были грузы ήρθαν φορτία.

    2. αυξαίνω, μεγαλώνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    прибыть в весе αυξαίνω στο βάρος•

    вода -была το νερό (η στάθμη του νερού) ανέβηκε.

    Большой русско-греческий словарь > прибыть

  • 90 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 91 трон

    α.
    ο θρόνος. || μτφ. βασιλεία, μοναρχία•

    быть на -е βασιλεύω, άρχω•

    лишиться -а εκθρονίζομαι•

    вступить на трон ανεβαίνω στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > трон

  • 92 чин

    -а, πλθ.α.
    1. παλ. • εθυμοτυπία τελετής.
    2. βαθμός στρατιωτικός ή υπηρεσιακός• το οφίκιο•

    полковничий чин ο βαθμός του συνταγματάρχη.

    3. υπηρεσιακή ή επαγγελματική ιδιότητα. || αντιπρόσωπος ή υπάλληλος υπηρεσιακού τμήματος ή οργάνωσης•

    -ы судебного ведомства οι δικαστικοί υπάλληλοι.

    || ονομασία, προσονομασία, προσωνυμία.
    εκφρ.
    классные -ы – ονομασίες εισαγγελικών και ανακριτικών νομικών στην ΕΣΣΔ•
    без -ов – χωρίς διατυπώσεις•
    в -ах быть – είμαι βαθμούχος•
    по -у – κατά το βαθμό•
    чин чином ή чин по -у – έτσι όπως πρέπει•
    чин чина почитаетπαλ. ο κατώτερος τιμά τον ανώτερο•
    чин держать ή правитьπαλ. τηρώ τα έθιμα, εθυμοτυπίες•
    иметь ή получить два, три -а – (απλ.) ανεβαίνω τα σκαλιά της ιεραρχίας.

    Большой русско-греческий словарь > чин

См. также в других словарях:

  • ανεβαίνω — ανεβαίνω, ανέβηκα, ανεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: ανεβάζω – ανεβαίνω : από άποψη σημασίας, το ανεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του ανεβάζω. Π.χ. το Εθνικό Θέατρο ανέβασε νέο έργο – νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

  • ανεβαίνω — ανέβηκα, ανεβασμένος 1. πηγαίνω προς τα πάνω: Την Κυριακή ανεβήκαμε στην Πάρνηθα. 2. επιβιβάζομαι: Δεν έχουμε ακόμη ανεβεί όλοι στο τρένο. 3. αυξάνομαι: Ο πυρετός του ανέβηκε πάλι. 4. (για τη ζύμη), φουσκώνω: Το ψωμί δεν ανέβηκε ακόμη. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκανεβαίνω — ανεβαίνω γλυκά, ήρεμα …   Dictionary of Greek

  • δρασκελώνω — ανεβαίνω κάπου με ανοιχτά σκέλη …   Dictionary of Greek

  • ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι …   Dictionary of Greek

  • συναναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ. β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ) 2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω… …   Dictionary of Greek

  • στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …   Dictionary of Greek

  • αναρριχώμαι — (Α ἀναρριχῶμαι, άομαι) ανεβαίνω, σέρνομαι σε κατακόρυφη ή δύσβατη επιφάνεια, σκαρφαλώνω νεοελλ. 1. (για φυτά) ανεβαίνω και απλώνω τα κλαδιά σε δέντρο ή τοίχο 2. μτφ. ανέρχομαι διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παλαιό …   Dictionary of Greek

  • επάνειμι — ἐπάνειμι (Α) [είμι] 1. (ως μέλλ. τού ἐπανέρχομαι), θα επανέλθω, θα ξαναγυρίσω 2. επανέρχομαι σ ένα σημείο τού λόγου (γραπτού ή προφορικού) 3. προσφεύγω, ανατρέχω 4. συγκεφαλαιώνω («τὰ δ ὑποτεθέντα ἐπάνιμεν αὖθις», Πλάτ.) 5. ανεβαίνω, ανέρχομαι 6 …   Dictionary of Greek

  • επανέρχομαι — (AM ἐπανέρχομαι) 1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.) 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο) νεοελλ. αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»