-
1 αναφορά
ἀναφορά̱, ἀναφοράcoming up: fem nom /voc /acc dualἀναφορά̱, ἀναφοράcoming up: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀναφορά
ἀναφορά̱, ἀναφοράcoming up: fem nom /voc /acc dualἀναφορά̱, ἀναφοράcoming up: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αναφορά
-
4 ἀναφορᾷ
-
5 αναφορα
ἥ1) восхождение, подъем(ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst.; πνεύματος Plut.)
2) отнесение(τινος πρὸς ἓν τέλος Polyb.)
3) передача (дела, вопроса), обращение(εἴς τι Aeschin. и εἴς τινα Arst., Dem., πρός и ἐπί τινα Polyb.)
4) возложение (ответственности, вины)5) устранение, тж. облегчение или способ исправления(συμφορᾶς Eur.; ἁμαρτήματος Plut.)
ἀναφορὰν ἔχειν Plut. — иметь возможность исправить положение6) поступление, доход Plut.7) грам. относительное значение ( местоимения или наречия)8) рит. анафора (повторение слова в начале ряда предложений или их частей, напр.: ὅταν ὡς ύβρίζων, ὅταν ὡς ἐχθρὸς ὑπάρχων, ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὴ κόρρης Dem.) -
6 αναφορά
η1) отношение; связь; зависимость; 2) доклад; сообщение; 3) заявление; прошение, ходатайство;κάμε την αναφορά σου (στο δήμαρχο)! — можете жаловаться!;
4) донесение; рапорт;δίδω αναφορά — а) отдавать рапорт; — б) подавать рапорт;
βγαίνω σ· την αναφορά — выступать из строя с жалобой или просьбой (о рядовом);
5) ссылка, сноска -
7 ἀναφορά
A coming up, rising,ἀ. ποιεῖσθαι
rise,Arist.
HA 622b7; of vapours or exhalations, Placit.3.7.4, Theol.Ar. 31, cf. Orib.9.16.3, etc.II ([etym.] ἀναφέρω) carrying back, reference of a thing to a standard, ; in Law, recourse, : abs., Thphr. Char.8.5 (pl.), IG5(1).1390.111 (Andania, i B.C.);ἡ ἀ. ἐστι πρός τι Arist.Cat. 5b20
, al.; ἀ. ἔχειν πρός or ἐπί τι to be referable to.., Epicur. Fr. 409, Plb.4.28.3, Plu.2.290e, al.; ἀ. τινος γίγνεται πρός or ἐπί τι, Plb.1.3.4, Plu.2.1071a; ([place name] Teos); ἀ. ἔχειν ἐπί τι, of writings, refer to, Alex.Aphr.in Mete.4.1; τούτων εἰς Κυναίγειρον ποιήσασθαι τὴν ἀναφοράν assign to, give credit for.., Polem.Call.23.2 way of retreat,ὑπέλιπε ἑαυτῷ ἀναφοράν D.18.219
;νῦν δὲ αὑτοῖς μὲν κατέλιπον τὴν εἰς τὸ ἀφανὲς ἀναφοράν Aeschin. 2.104
, cf. Plb.15.8.13, etc.3 means of repairing a fault, defeat, etc.,ἀλλ' ἔστιν ἡμῖν ἀ. τῆς ξυμφορᾶς E.Or. 414
;ἀ. ἁμαρτήματος ἔχειν
way to atone for..,Plu.
Phoc.2;ἀ. ἔχειν
means of recovery,Id.
Fab. 14.5 report, PLond.1.17.34 (ii B.C.), etc.6 petition, PRyl.119.28(i A.D.).7 payment on account, instalment, OGI225 (Milet.), PEleph.14.26 (iii B.C.), PRev.Laws16.10 (iii B.C.), etc.8 Rhet., repetition of a word, Longin.20.1, Demetr.Eloc, 141.10 Medic., = ἀνάδοσις, opp. πέψις, Aret.SD2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφορά
-
8 ἀναφορά,-ᾶς
ἡ N 1 1-0-0-1-0=2 Nm 4,19; Ps 50(51),21offering Ps 50(51), 21καὶ καταστήσουσιν αὐτοῦς ἕκαστον κατὰ τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ and they shall arrange them, each according to what they are carrying Nm 4,19Cf. CAIRD 1968b=1972 116; DANIEL, S. 1966 78.79.219.269.270; DORIVAL 1994 224 (Nm 4,19) -
9 αναφορά
[анафора] ουσ θ сообщение, доклад, донос. -
10 ἀναφορά
-
11 αναφορά
1) indication2) référence3) semonce -
12 αναφορά
1) odniesienie (n) rzecz.2) odnośnik (m) rzecz.3) odwołanie (n) rzecz.4) referencja (f) rzecz. -
13 αναφορά
1) odkaz2) zpráva -
14 αναφορά
1) account2) mention3) referenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναφορά
-
15 Αναφορά Αγία
Αναφορά Αγία η1) Святое Возношение – одно из наименований Святых Даров, возносимых Господу на Божественной Литургии в бескровную жертву:Πρόσχωμεν, την Αγίαν Αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν. — Вонмем, Святое Возношение в мире приносити (священнический возглас на Божественной Литургии);
2) литургия верных, Божественная ЕвхаристияЭтим.дргр. первоначальное значение «восхождение»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αναφορά Αγία
-
16 αναφοράι
-
17 ἀναφορᾶι
-
18 αναφοράν
-
19 ἀναφοράν
-
20 αναφοράς
См. также в других словарях:
ἀναφορά — ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc/acc dual ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφορᾷ — ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… … Dictionary of Greek
ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… … Dictionary of Greek
ἀναφορᾶι — ἀναφορᾷ , ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοράν — ἀναφορά̱ν , ἀναφορά coming up fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοράς — ἀναφορά̱ς , ἀναφορά coming up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοραῖς — ἀναφορά coming up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοραί — ἀναφορά coming up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφορᾶς — ἀναφορά coming up fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)