-
1 восточный
ανατολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восточный
-
2 ориентальный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентальный
-
3 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
4 восточный
восточный ανατολικός, ανατολίτικος востребование с: до \восточныйя ποστρεστάν* * *ανατολικός, ανατολίτικος -
5 восточный
восто́чн||ыйприл ἀνατολικός, ἀνατολίτικος:\восточныйая граница τά ἀνατολικά σύνορα· \восточный ветер ὁ ἀνατολικός ἀνεμος, ὁ ἀπηλιώτης, ὁ λεβάντες· в \восточныйом направлении προς ἀνατολάς. -
6 восточный
επ.1. ανατολικός•восточный ветер ανατολικός άνεμος•
-ые народы οι ανατολικοί λαοί.
2. ανατολίτικος•-ая музыка ανατολίτικη μουσική.
-
7 платан
бот. о πλάτανος, το πλατάνι восточный - (чинара) ανατολικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платан
-
8 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
9 восточный
[βαστότσνυΐ] επ. ανατολικός -
10 норд-ост
[νορτ-όστ] ουσ. α βορειο-ανατολικός άνεμος -
11 восточный
[βαστότσνυϊ] επ ανατολικός -
12 норд-ост
[νορτ-όστ] ουσ α βορειο-ανατολικός άνεμος -
13 ориентализм
-а α.ανατολισμός. || χαρακτήρας ανατολικός. -
14 ориентальный
επ.ανατολικός•ориентальный стиль ανατολίτικο στυλ.
-
15 ост
-а α.1. η ανατολή.2. άνεμος ανατολικός.
См. также в других словарях:
ἀνατολικός — eastern masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατολικός — ή, ό (AM ἀνατολικός, ή, όν) [ανατολή] αυτός που ανήκει στην Ανατολή νεοελλ. 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης 2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή … Dictionary of Greek
ανατολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται προς την ανατολή: Η ανατολική Θράκη ανήκει σήμερα στην Τουρκία. 2. αυτός που ανήκει στην Ανατολή: Οι ανατολικοί λαοί ανέπτυξαν πολύ νωρίς σημαντικό πολιτισμό. 3. αυτός που έχει πρόσοψη προς την ανατολή: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοτι(ο)ανατολικός — ή, ό αυτός που είναι γυρισμένος ή που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα ανάμεσα στην Ανατολή και το Νότο ή που προέρχεται από το σημείο αυτό, αλλ. ανατολικομεσημβρινός: Νοτι(ο)ανατολική Ευρώπη. – Νοτι(ο)ανατολικός άνεμος (αλλ. σιρόκος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηνύτωρ Ανατολικός — Γαλλόφωνη και αγγλόφωνη ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (Le Moniteur Oriental και The Oriental Adviser). Ιδρύθηκε από τον Δ. Βελγή και εκδιδόταν από το 1883 έως το 1913 … Dictionary of Greek
ἀνατολικά — ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc pl ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc/acc dual ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικώτερον — ἀνατολικός eastern adverbial comp ἀνατολικός eastern masc acc comp sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικωτέρων — ἀνατολικός eastern fem gen comp pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικῶν — ἀνατολικός eastern fem gen pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικόν — ἀνατολικός eastern masc acc sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικώτατα — ἀνατολικός eastern adverbial superl ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)