Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ανατολικός

См. также в других словарях:

  • ἀνατολικός — eastern masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατολικός — ή, ό (AM ἀνατολικός, ή, όν) [ανατολή] αυτός που ανήκει στην Ανατολή νεοελλ. 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης 2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή …   Dictionary of Greek

  • ανατολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται προς την ανατολή: Η ανατολική Θράκη ανήκει σήμερα στην Τουρκία. 2. αυτός που ανήκει στην Ανατολή: Οι ανατολικοί λαοί ανέπτυξαν πολύ νωρίς σημαντικό πολιτισμό. 3. αυτός που έχει πρόσοψη προς την ανατολή: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοτι(ο)ανατολικός — ή, ό αυτός που είναι γυρισμένος ή που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα ανάμεσα στην Ανατολή και το Νότο ή που προέρχεται από το σημείο αυτό, αλλ. ανατολικομεσημβρινός: Νοτι(ο)ανατολική Ευρώπη. – Νοτι(ο)ανατολικός άνεμος (αλλ. σιρόκος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηνύτωρ Ανατολικός — Γαλλόφωνη και αγγλόφωνη ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (Le Moniteur Oriental και The Oriental Adviser). Ιδρύθηκε από τον Δ. Βελγή και εκδιδόταν από το 1883 έως το 1913 …   Dictionary of Greek

  • ἀνατολικά — ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc pl ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc/acc dual ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικώτερον — ἀνατολικός eastern adverbial comp ἀνατολικός eastern masc acc comp sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικωτέρων — ἀνατολικός eastern fem gen comp pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικῶν — ἀνατολικός eastern fem gen pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικόν — ἀνατολικός eastern masc acc sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικώτατα — ἀνατολικός eastern adverbial superl ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»