Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ανασύρω

  • 1 сниматься

    1. (отделяться, открепляться, соскакивать) βγαίνω, αποσπώ
    - с учета διαγράφομαι, ξεγράφομαι
    2. (освобождаясь от чего-л. задерживающего, приобретать возможность двигаться) αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι
    απαγκιστρώνομαι
    - с якоря мор. αποπλέω, απαίρω
    3. (покидать какое-л. место, отправляясь в путь) αφήνω, εγκαταλείπω 4. (принимать участие в киносъёмке) παίζω/βγαίνω (στην ταινία) 5. (фотографироваться) φωτογραφίζομαι, βγαίνω σε φωτογραφία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сниматься

  • 2 втягивать

    втягивать
    несов, втянуть сов
    1. ἐλκω, σύρω, σέρνω μέσα, τραβώ (внутрь)/ ἀνεβάζω, ἀνασύρω (наверх)·
    2. (вобрать в себя) είσπνέω (носом)! ρουφώ (губами)/ χώνω, μαζεύω (голову и т. п.)/ ρουφώ (живот)·
    3. перен (вовлекать) παρασύρω/ μπερδεύω, περιπλέκω (впутывать).

    Русско-новогреческий словарь > втягивать

  • 3 fish out

    (to pull something out with some difficulty: At last he fished out the letter he was looking for.) ανασύρω,ξετρυπώνω

    English-Greek dictionary > fish out

  • 4 retract

    [ri'trækt]
    (to pull, or be pulled, into the body etc: A cat can retract its claws; A cat's claws can retract.) ανασύρω/-ομαι, παίρνω πίσω, μαζεύομαι
    - retractable

    English-Greek dictionary > retract

  • 5 поддёрнуть

    ρ.σ.μ. τραβώ προς τα πάνω ανασύρω. || ανασηκώνω.

    Большой русско-греческий словарь > поддёрнуть

См. также в других словарях:

  • ανασύρω — ανασύρω, ανέσυρα (σπάν. ανάσυρα) βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασύρω — κ. ανασέρνω κ. ανασύρω (AM ἀνασύρω) (μσν. κ. ἀνασέρνω κ. ἀνασύρνω) τραβώ επάνω, σηκώνω, ανεβάζω νεοελλ. τραβώ στην επιφάνεια, ανελκύω μσν. παρατείνω τη διήγηση αρχ. 1. (μέσ., ομαι) α) σηκώνω επάνω, βγάζω τα ενδύματά μου, γυμνώνομαι β) αρπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανασύρω — βλ. ανασέρνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσυρση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασύρω, η ανέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασύρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Παν. Ζάνο, δραματικό ποιητή] …   Dictionary of Greek

  • προσανασπώ — άω, Μ έλκω προς τα επάνω, ανασύρω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • προσανασύρω — Α ανασύρω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνασύρω «έλκω προς τα πάνω, σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνανέλκω — και συνανελκύω Α έλκω προς τα πάνω, ανασύρω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνέλκω «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • ανέλκω — (Α ἀνέλκω) 1. έλκω προς τα πάνω, ανασύρω 2. (για πλοία) τραβώ στην ξηρά αρχ. 1. σύρω έξω, αποκαλύπτω 2. τραβώ προς τα πίσω, τεντώνω («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν») 3. οδηγώ σέρνοντας κάποιον (στο δικαστήριο) 4. (μέσ. ομαι) α) τραβώ, βγάζω «ἔγχος… …   Dictionary of Greek

  • αναθυμιώ — ( άω) (Α ἀναθυμιῶ) Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω ΙΙ. παθ. 1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι 2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυμιῶ. ΠΑΡ. αναθυμίαμα,… …   Dictionary of Greek

  • ανακολυμβώ — ἀνακολυμβῶ ( άω) (Α) 1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια 2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολυμβῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»