Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αναποδογυρίζω

  • 1 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 2 перевертывать

    перевертывать
    несов ἀναποδογυρίζω:
    \перевертывать страницу γυρίζω τή σελίδα· \перевертывать стул ἀναποδογυρίζω τήν καρέκλα· \перевертывать вверх дном κάνω ἄνω κάτω, ἀναποδογυρίζω· \перевертываться ἀναποδογυρίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > перевертывать

  • 3 выкувырнуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, γκρεμίζω, τουμπάρω•

    ямщик на повороте -ул седоков ο αμαξάς στη στροφή τούμπαρε τους επιβάτες.

    ανατρέπομαι, τουμπάρω, αναποδογυρίζω•

    выкувырнуть из лодки αναποδογυρίζω με τη βάρκα.

    Большой русско-греческий словарь > выкувырнуть

  • 4 наизнанку

    наизнанку ανάποδα· вывернуть \наизнанку αναποδογυρίζω
    * * *

    вы́верну́ть наизна́нку — αναποδογυρίζω

    Русско-греческий словарь > наизнанку

  • 5 опрокидывать

    опрокидывать, опрокинуть αναποδογυρίζω, ανατρέπω
    * * *
    = опрокинуть
    αναποδογυρίζω, ανατρέπω

    Русско-греческий словарь > опрокидывать

  • 6 перевернуть

    перевернуть, перевёртывать ανατρέπω, περιστρέφω· αναποδογυρίζω; \перевернуть всё вверх дном κάνω όλα άνω κάτω
    * * *
    = перевёртывать
    ανατρέπω, περιστρέφω; αναποδογυρίζω

    переверну́ть всё вверх дном — κάνω όλα άνω κάτω

    Русско-греческий словарь > перевернуть

  • 7 выпрокинуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) αναποδογυρίζω, ανατρέπω.
    ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > выпрокинуть

  • 8 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 9 опрокинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω αναστρέφω•

    опрокинуть стол αναποδογυρίζω το τραπέζι•

    опрокинуть ведро ανατρέπω τον κουβά•

    волной -ло лодку το κύμα ανέτρεψε τη βάρκα.

    || βάζω τρικλοποδιά, ρίχνω κάτω. || πίνω, κατεβάζω•

    -по рюмочке κατεβάζω από ένα ποτηράκι.

    || στρατ, ανατρέπω•

    наши пехотинцы -ли неприятеля το πεζικό μας ανέτρεψε τον εχθρό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ.
    1. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι αναστρέφομαι.
    2. (στρατ.)
    επιπίπτω, επιτίθεμαι, εφορμώ.
    3. μτφ. επιτίθεμαι (με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > опрокинуть

  • 10 отвалить

    -алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναποδογυρίζω, ανατρέπω•

    отвалить камень αναποδογυρίζω την πέτρα.

    || ξεκόβω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω. || ξεχωρίζω, βάζω κατά μέρος.
    2. δίνω, χορηγώ, παρέχω από φιλότιμο.
    3. αποπλέω, σαλπάρω, αναχωρώ || αναμερώ, κάνω στην άκρη.
    1. πέφτω, αποσπώμαι, ξεκόβομαι, γκρεμίζομαι.
    2. (απλ.) παύω να ακουμπώ, δε στηρίζομαι απομακρύνομαι. || παύω να τρώγω, απομακρύνομαι από το φαγητό (ως χορτασμένος).
    3. ανακάμπτω (το σώμα, το κεφάλι.).

    Большой русско-греческий словарь > отвалить

  • 11 перекинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω• μεταρρίπτω. || μετακινώ, μετατοπίζω• μεταφέρω. || γυρίζω, ξεφυλλίζω•

    перекинуть страницы книги ξεφυλλίζω το βιβλίο.

    2. ρίχνω μακρύτερα.
    3. κατασκευάζω, φτιάχνω•

    перекинуть мост ρίχνω γέφυρα.

    4. μεταθέτω.
    5. (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω.
    1. ρίχνομαι, ρίπτομαι, μεταρρίπτομαι. || μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι περνώ•

    огонь -лся на соседний дом η φωτιά (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνομιλία κ.τ.τ.).
    2. κατασκευάζομαι•

    ночью -лся мост τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα.

    3. λιποταχτώ περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
    4. αλληλορίχτω. || παίζω χαρτιά•

    перекинуть в преферансик παίζω πρέφα.

    5. (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω. || κάνω τούμπες.

    Большой русско-греческий словарь > перекинуть

  • 12 перекувырнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекувырнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω, αναστρέφω, τουμπάρω.
    ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, αναστρέφομαι, τουμπάρω.

    Большой русско-греческий словарь > перекувырнуть

  • 13 кантовать

    (переворачивать изделие при обработке или груз при перемещении) αναστρέφω, αναποδογυρίζω, τουμπά-ρω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кантовать

  • 14 переворачивание

    η αναστροφή, το αναποδογύρισμα
    -ть ανατρέπω, αναποδογυρίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переворачивание

  • 15 валить

    валить I
    несов
    1. (кого-л., что-л.) ρίχνω κάτω, ἀνατρέπω/ἀναποδογυρίζω (опрокидывать) I σωριάζω, ρίχνω, γκρεμίζω (деревья и т. п.):
    \валить» с ног кого-л. ρίχνω κάτω (или χάμου) κάποιον
    2. (беспорядочно бросать) ρίχνω, ρίπτω:
    \валить все в одну́ ку́чу перен τά βάζω ὅλα σ'ενα σακί, δέν κάνω καμιά διάκριση; ◊ \валить вину́ на другого τά φορτώνω σέ ἄλλον, φορτώνω τό λάθος μου σέ ἄλλον.
    вали||ть II
    несов разг
    1. (идти толпой) προσέρχομαι κατά μάζες, συρρέω;
    2. (густой массой):
    снег \валитьт хлопьями τό χιόνι πέφτει πυκνό, οἱ νιφάδες πέφτουν πυκνά; дым \валитьт из трубы ἀπ' τήν καπνοδόχο βγαίνουν σύννεφα καπνοῦ, ἡ καπνοδόχος βγάζει πυκνό καπνό.

    Русско-новогреческий словарь > валить

  • 16 вывернуться

    вывернуть||ся
    1. (вывинчиваться) ξεβιδώνομαι, ἀποκοχλιώνομαΓ
    2. (наизнанку) ἀναστρέφομαι, γυρίζω ἀπό τήν ἀνάποδη, ἀναποδογυρίζω·
    3. (выскальзывать, освобождаться) διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
    4. перен разг ξεφεύγω, ξεμπλέκω.

    Русско-новогреческий словарь > вывернуться

  • 17 дно

    дн||о
    с ὁ πάτος, ὁ πυθμήν, ὁ πυθμέ·.№> с ὁ πυθμένας, ὁ πυθμήν, ὁ βυθός, ὁ π?'θ.:
    \дно моря ὁ βυθός (или ὁ πυθμένας) "№ασσας· \дно реки ἡ κοίτη τοῦ πο-™Μ· „. бутылки (бочки) ὁ πάτος τοῦ ^«κώιοῦ (τοῦ βαρελιού)· \дно колодца ὁ ὑμένας χοθ πηγαδιοῦ· с двойным \дном οἰπατος, μέ δυό πυθμένες· опрокинуть ?еР· \дном ἀναποδογυρίζω· ◊ золотое \дно ™.№»ωρυχεῖο, ὁ θησαυρός· пить до №Щщ ὡς τόν πάτο· идти ко дну βου-^Щ πηγαίνω στον πάτο, βυθίζομαι· пустить корабль ко дну́ βουλιάζω τό ΚΕ-ραΡν перевернуть все вверх \дном ἀνα· °?Ρίζω τά πάντα, τά κάνω ἄνω κάτω.

    Русско-новогреческий словарь > дно

  • 18 запрокидывать

    запрокидывать
    несов, запрокинуть сов ἀναποδογυρίζω, ρίχνω προς τά (ό)πί-σω, ἀνατρέπω:
    \запрокидывать голову γέρνω τό κεφάλι μου πίσω.

    Русско-новогреческий словарь > запрокидывать

  • 19 опрокидывать

    опрокидывать
    несов, опрокинуть сов
    1. ἀναποδογυρίζω (/-".), ἀνατρέπω·
    2. перен (опровергать) ἀνατρέπω:
    \опрокидывать все расчеты ἀνατρέπω ὀλους τους ὑπολογισμούς· ◊ \опрокидывать противника воен. ἀνατρέπω τόν ἐχθ-ρόν.

    Русско-новогреческий словарь > опрокидывать

  • 20 опрокидываться

    опрокидывать||ся
    ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζω (άμετ.)Ι μπατάρω (о судне).

    Русско-новогреческий словарь > опрокидываться

См. также в других словарях:

  • αναποδογυρίζω — αναποδογυρίζω, αναποδογύρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζομαι : με την έννοια γυρίζω κάτι ή γυρίζω ο ίδιος ανάποδα, ανατρέπω ή ανατρέπομαι. Σπάνια χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή, με την έννοια με αναποδογύρισε κάποιος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναποδογυρίζω — 1. γυρίζω κάτι ανάποδα, δηλ. την επάνω επιφάνεια προς τα κάτω, ανατρέπω, αντιστρέφω 2. (για κήπο, αγρό κ.λπ.) σκάβω, οργώνω 3. επιφέρω αταξία, ακαταστασία, «τά κάνω άνω κάτω» 4. καταστρέφω 5. ματαιώνω, διαφοροποιώ 6. ανατρέπομαι 7. ματαιώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναποδογυρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., γυρίζω κάτι ανάποδα, ανατρέπω: Στο φευγιό του αναποδογύρισε κάμποσες καρέκλες. 2. αμτβ., γυρίζω εγώ ανάποδα: Η βάρκα αναποδογύρισε ξαφνικά, κι όλοι βρεθήκαμε στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βωλογυρίζω — αναποδογυρίζω και διαλύω τους βώλους του χώματος σκάβοντας βαθιά …   Dictionary of Greek

  • τουμπάρω — και τουμπέρνω Ν 1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι 2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή») 3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • τουμπάρω — και τουμπέρνω τουμπάρισα και τούμπαρα, τουμπαρίστηκα, τουμπαρισμένος 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι: Τουμπάρισε την κούρσα του. 2. μτφ., κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη προς ζημία του: Τον τούμπαρε ο απατεώνας. 3. αμτβ., ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] …   Dictionary of Greek

  • ανακυλώ — ( άω) [μτγν. ἀνακυλίω] Ι. (μτβ.) 1. κυλώ 2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω 4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω 5. σκάβω, ανασκάβω 6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω 7. περιστρέφω,… …   Dictionary of Greek

  • αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αναρρήγνυμι — ἀναρρήγνυμι και ύω (Α) 1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι 2. ανορύσσω, εκσκάπτω 3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω 4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω 5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει 6. (για στόμα) κρατώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»