-
1 представление
-я ουδ.1. παρουσίαση, εμφάνιση• προσαγωγή•представление суду доказательств παρουσίαση, στο δικαστήριο αποδεικτικών•| справки παρουσίαση βεβαίωσης.
|| σύσταση, γνωριμία.2. έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμενο, αρχή)•представление к наградам πρόταση για βράβευση.
3. θεατρική παράσταση• θέαμα.4. αναπαραγωγή, αναπαράσταση•зрительное представление οπτική αναπαράσταση•
слуховое представление ακουστική αναπαραγωγή.
5. νόηση, αντίληψη, γνώση• ιδέα•не имею никакого -я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε.
εκφρ.дать представление – δίνω μια ιδέα, εικόνα, κατατοπίζω κάπως•в мом -и – κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι. -
2 воспроизведение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воспроизведение
-
3 зависимость
1. (от чего-л) η εξάρτηση 2. (между чём-л.) η σχέση 3. (график) η γραφική αναπαράσταση (της σχέσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зависимость
-
4 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
5 репродукция
1. (фото, полигр.) η αναπαράσταση, η ανατύπωση 2. (психол.) η αναπαραγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репродукция
-
6 воспроизведение
воспроизведениес1. ἡ ἀναπαραγωγή, ἡ ἀναπαράσταση [-ις]·2. биол. ἡ ἀναπαραγωγή, ἡ ἀναβλάστηση [-ις] φυτοῦ·3. (репродукция) ἡ ἀνατύπωση, ἡ ἀναδημοσίευση [-ις]. -
7 репродукция
репродукцияж ἡ ἀναπαράσταση [-ις], ἡ ἀνατύπωση [-ις]. -
8 фонетический
фонет||и́ческийприл φωνητικός, φθογγολογικός:\фонетическийи́че-ская транскрипция ἡ γραφική ἀναπαράσταση τῶν φθόγγων, -
9 репродукция
[ριπραντουκτσυγια] ουσ. θ. αναπαράσταση -
10 репродукция
[ριπραντουκτσυγια] ουσ θ αναπαράσταση -
11 воспроизведение
-я ουδ.1. αναπαραγωγή•-капитала αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
2. αναδημιουργία• αναπαράσταση•способность -я ικανότητα αναπαραγωγής•
воспроизведение звука αναπαραγωγή του ήχου.
|| επανάληψη ακριβής. -
12 восстановление
-я ουδ.1. αποκατάσταση, επανόρθωση• αναστήλωση• ανακαίνιση• ανοικοδόμηση•восстановление разрушенной промышленности η ανόρθωση της καταστραμμένης βιομηχανίας•
восстановление города η ανοικοδόμηση της πόλης•
восстановление здоровья η αποκατάσταση της υγείας.
2. μτφ. αναπαράσταση, επαναφορά (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατάσταση, επαναφορά•восстановление в должности αποκατάσταση στο αξίωμα.
-
13 картина
-ы θ.1. πίνακας, εικόνα, ζωγραφιά, ταμπλό•-ы Рафаэля πίνακες του Ραφαήλ•
книга с -ами εικονογραφημένο βιβλίο.
2. αναπαράσταση με τη φαντασία• - прошлого εικόνα από το παρελθόν•-ы детства εικόνες από την παιδική ζωή.
3. για κάτι όμορφο•это не дом, а - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά.
|| ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή.4. ένα μέρος πράξης δραματικού έργου• σκηνή.5. κινηματογραφική ταινία. -
14 отображение
-я ουδ.απεικόνιση, παράσταση•отображение жизни απεικόνιση της ζωής.
|| αναπαράσταση. -
15 передача
-и θ.1. μετάδοση.2. μεταβίβαση.3. διαβίβαση.4. αναπαράσταση, απεικόνιση.5. παράδοση.6. εκπομπή (ράδιου, τηλεόρασης).7. δέμα, πακέτο για ασθενή ή φυλακισμένο..8. (τεχ.) μετάδοση κίνησης•ремнная передача μετάδοση της κίνησης με λωρί.
-
16 репродукция
-и θ.αναπαραγωγή• αναπαράσταση• ανατύπωση. || επαναφορά (στη μνήμη). -
17 фонетический
επ.φωνητικός, φθογγικός•-ая транскрипция γραφική αναπαράσταση φθόγγων.
См. также в других словарях:
αναπαράσταση — η 1. η εκ νέου παράσταση, αποτύπωση, επανάληψη ή αφήγηση κάποιου γεγονότος, «αναπαράσταση αρχαίου ναού (κτηρίου κ.λπ.)» 2. ζωγραφική ή πλαστική απεικόνιση τού κτηρίου, όπως αυτό ήταν κατά την αρχαιότητα, επί τη βάσει τών ερειπίων ή τών… … Dictionary of Greek
αναπαράσταση — η η απεικόνιση ξανά έργου, πράγματος, γεγονότος: Μπροστά στον εισαγγελέα έγινε από το δράστη αναπαράσταση του εγκλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
πλανητάριο — (Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π.… … Dictionary of Greek
κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek