-
1 αναπαλαιώνω
restore etmek
См. также в других словарях:
αναπαλαιώνω — αναπαλαιώνω, αναπαλαίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπαλαιώνω — επαναφέρω παλαιό χτίσμα στην αρχική του μορφή, αφαιρώντας μεταγενέστερες προσθήκες βάσει προγράμματος «συντηρήσεως» από ειδικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παλαιός (πρβλ. αρχ. ἀναρχαΐζω «κάνω πάλι αρχαίο» < ἀνα * + ἀρχαῖος)] … Dictionary of Greek
αναπαλαιώνω — αναπαλαίωσα, αναπαλαιώθηκα, αναπαλαιωμένος, κάνω ένα κτίριο, αντικείμενο κτλ. να φαίνεται παλιό. Ουσ. αναπαλαίωση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)