Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ανακόπτομαι

  • 1 приостановить

    ρ.σ.μ. σταματώ προσωρινά, συγκρατώ, καθυστερώ για λίγο• ανακόπτω, αναστέλλω• αναχαιτίζω•

    приостановить работу σταματώ προσωρινά την εργασία•

    приостановить наступление противника αναχαιτίζω την επίθεση του αντίπαλου•

    кровотечение σταματώ την αιμορραγία.

    σταματώ προσωρινά, ανακόπτομαι, αναστέλλομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > приостановить

См. также в других словарях:

  • ανακόπτομαι — ανακόπτομαι, ανακόπηκα βλ. πίν. 124 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀνακόπτομαι — ἀνακόπτω drive back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»