-
1 ανακάτωμα
[анакатома] ουσ. о. смешивание, примешивание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανακάτωμα
-
2 перетасовка
-и θ.1. ανακάτωμα•перетасовка карт ανακάτωμα των παιγνιόχαρτων.
2. ανασχηματισμός, ανασυγκρότηση, ανασύσταση, ανακατάταξη.3. ανακάτωμα εκ νέου. -
3 замес
-а α.ανάμιξη, ανακάτωμα•замес теста ανακάτωμα του ζυμαριού.
|| μίγμα, ανάμιγμα. -
4 подболтка
-и θ.1. πρόσθεση με ταυτόχρονο ανακάτωμα.2. υλικό για ανακάτωμα. -
5 перемешивание
1. (смешивание, соединение вместе чего-л. разнородного) η ανάμειξη 2. (чередование с чем-л.) το ανακάτωμα, το ανακάτεμα 3. (перемещение, мена местами частей чего-л.) η μετατόπιση, η μετακίνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемешивание
-
6 смешение
η (ανά)μείξη, το ανακάτωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смешение
-
7 каша
каш||аж1. ὁ λαπᾶς, τό κουρκοῦτι:гречневая \каша τό μπληγοῦρι·2. перен разг τό ἀνακάτωμα, ἡ ἀνακατωσούρα, τό μπέρδεμα· ◊ гречневая каша сама себя́ хвалит погов. !**ϊ Γιάννης κερνἄ καί Γιάννης πίνει· с ним \кашаи не сваришь разг εἶναι ἀδύνατον νά συνεννοηθεί κανείς μαζί του· заварить \кашау ἀνοίγω μπελάδες. -
8 подтасовка
подтас||о́вкаж1. (карт) τό ἀνακάτωμα (τῶν χαρτιών)·2. перен (намеренное извращение) ἡ διαστρέβλωση [-ις], ἡ διαστροφή, ἡ παραμόρφωση [-ις]. -
9 помесь
помесьж1. ἡ διασταύρωση [-ις], ἡ συμ-μιξία / ὁ μιξογενής (гибрид)·2. черен. τό ἀνακάτωμα, τό μίγμα. -
10 примесь
примесьж ἡ προσθήκη, ἡ πρόσμιξη [-ις], τό ἀνακάτωμα:мука с \примесью ку-куру́зы ἀλεύρι ἀνακατωμένο μέ καλαμπόκι, -
11 смесь
смесьж τό μίγμα, τό κράμα, τό ἀνακάτωμα -
12 смешение
смеш||ениес1. ἡ ἀνάμιξη [-ις], τό ἀνακάτωμα/ ἡ ἐπιμιξία (видов, рас и т. п.)·2. (путаница) ἡ σύγχυση [-ις], ὁ κυκεών:\смешениеение понятий ἡ σύγχυση τῶν ἐννοιών. -
13 смешение
[σμισιένιιε] ουσ. ο. ανακάτωμα -
14 смешение
[σμισιένιιε] ουσ ο ανακάτωμα -
15 взбалтывание
-я ουδ.ανακάτωμα, κούνημα. -
16 винегрет
-а α.βινιγκρέτ, ρωσική σαλάτα. || μτφ. ανακάτωμα (ανομοιογενών πραγμάτων και εννοιών), σαλάτα. -
17 домесить
-мешу, -месишьρ.σ.μ.τελειώνω το ανακάτωμα• ανακατώνω, αναμιγνύω ως το τέλος. -
18 домешать
ρ.σ.μ. τελειώνω το ανακάτωμα. -
19 запутанность
-и θ.1. ανακάτωμα, μπέρδεμα, περιπλοκή.2. μτφ. σύγχυση. || το συγκεχυμένο, το σκοτεινό. -
20 конгломерат
-а α. (γραπ. λόγος)1. σύγκριμα, σύμφυρμα• μίξη, ανακάτωμα.2. (γεωλ.) πέτρωμα κροκαλοπηγές.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανακάτωμα — το 1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη 2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη τής κανονικής τους θέσης, ακαταστασία 3. ανάμιξη πραγμάτων 4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή 5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα 6. αναστάτωση, σύγχυση,… … Dictionary of Greek
ανακάτωμα — το, ατος βλ. ανακάτεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… … Dictionary of Greek
αλλοινία — ἀλλοινία, η (Α) το να πίνει κανείς διαδοχικά διάφορα είδη κρασιών, το ανακάτωμα τών κρασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλ(ο) * + οινία < οἶνος] … Dictionary of Greek
αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… … Dictionary of Greek
ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… … Dictionary of Greek
ανάκρασις — ἀνάκρασις ( εως), η (Α) [ἀνακεράννυμι] ανάμιξη, ανακάτωμα, συγκερασμός … Dictionary of Greek
ανακάτεμα — το [ανακατεύω] το ανακάτωμα* … Dictionary of Greek
ανακατωμός — ο [ανακατώνω] το ανακάτωμα … Dictionary of Greek
ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… … Dictionary of Greek
ανακύκηση — η ανακίνηση, ανατάραξη, ανακάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κύκησις*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα «Αιών»] … Dictionary of Greek