Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αναθέτω+σε+κάποιον

См. также в других словарях:

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — ανάθεσα, ανατέθηκα, αναθεμένος 1. εμπιστεύομαι σε κάποιον την εκτέλεση κάποιας πράξης, επιφορτίζω: Του ανάθεσαν όλες τις δικαστικές υποθέσεις της εταιρείας τους. 2. αφιερώνω: Τις εικόνες που κληρονομούσαν αποφάσισαν να τις αναθέσουν στην εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… …   Dictionary of Greek

  • προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …   Dictionary of Greek

  • επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • αγγαρεύω — (Α ἀγγαρεύω) επιβάλλω αναγκαστική και δίχως αμοιβή εργασία νεοελλ. αναθέτω σε κάποιον ενοχλητική δουλειά, επιφορτίζω αρχ. αναγκάζω κάποιον να υπηρετήσει ως άγγαρος, δηλ. ως ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγγαρεία μσν. ἀγγαρευτής.… …   Dictionary of Greek

  • βαρυφορτώνω — ωσα, ώθηκα, βαρυφορτωμένος 1. φορτώνω κάποιον με βάρος περισσότερο απ’ όσο πρέπει: Μη βαρυφορτώνεις τη ζυγαριά γιατί θα χαλάσει. 2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον δυσανάλογα βαριά καθήκοντα ή υποχρεώσεις: Βαρυφορτώνουν τους μαθητές με μαθήματα στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφορτώνω — παραφόρτωσα, παραφορτώθηκα, παραφορτωμένος 1. φορτώνω υπερβολικά: Το παραφόρτωσες το αυτοκίνητο και θα σπάσουν τα λάστιχα. 2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον βαριά δουλειά ή πολλές φροντίδες: Παραφορτώνεις τους εργάτες με δουλειά και θα αρνηθούν κάποτε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»