-
1 αναζωγραφώ
ἀναζωγραφέωpaint completely: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναζωγραφέωpaint completely: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
2 ἀναζωγραφῶ
ἀναζωγραφέωpaint completely: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναζωγραφέωpaint completely: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] … Dictionary of Greek
ἀναζωγραφῶ — ἀναζωγραφέω paint completely pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναζωγραφέω paint completely pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναζωγραφίζω — αναζωγραφώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωγραφώ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ιζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα. ΠΑΡ. αναζωγράφιση] … Dictionary of Greek
αναζωγράφημα — ἀναζωγράφημα ( ατος), το (Α) [ἀναζωγραφῶ] μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό … Dictionary of Greek
αναζωγράφηση — η (Α ἀναζωγράφησις) [ἀναζωγραφῶ] νεοελλ. το ξαναζωγράφισμα μιας εικόνας από την αρχή ή με εντονότερα χρώματα αρχ. εικόνα, απεικόνιση, αναπαράσταση … Dictionary of Greek
προαναζωγραφώ — έω, Α [ἀναζωγραφῶ] ζωγραφίζω κάτι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προσαναζωγραφώ — έω, Α απεικονίζω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναζωγραφῶ «αναπαριστάνω, απεικονίζω»] … Dictionary of Greek