-
1 αναγκάζομαι
-
2 ἀναγκάζομαι
-
3 ἀναγκάζω
ἀναγκάζω (denom. fr. ἀνάγκη) impf. ἠνάγκαζον; fut. ἀναγκάσω LXX; 1 aor. ἠνάγκασα, impv. ἀνάγκασον. Pass.: 1 aor. pass. ἠναγκάσθην; pf. pass. ptc. ἠναγκασμένη 4 Macc 15:7 (Soph., Hdt., Thu.+; ins, pap, LXX, TestSol; TestJob 12:2; EpArist; Philo, Aet. M. 136; Joseph.; Just.; POxy 1778 [Ar.] 14f).① to compel someone to act in a particular manner, compel, force, of inner and outer compulsion; w. inf. foll. (Ps.-Pla., Sisyphus 1 p. 387b ξυμβουλεύειν αὑτοῖς ἠνάγκαζόν με=they tried to compel me to make common cause with them; Jos., Ant. 12, 384f; Crates p. 56, 12 Malherbe) 1 Cl 4:10. ἠνάγκαζον βλασφημεῖν I tried to force them to blaspheme Ac 26:11. τὰ ἔθνη ἀ. ἰουδαί̈ζειν compel the Gentiles to live in the Judean manner Gal 2:14. οὐκ ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι he was not compelled to be circumcised 2:3 (see Jos., Vi. 113); cp. 6:12, where mng. 2 is prob. ἠναγκάσθην ἐπικαλέσασθαι Καίσαρα I was obliged to appeal to Caesar Ac 28:19 (cp. Mel., P. 94, 720 λέγειν ἀναγκάζομαι; BGU 180, 16). ἀ. αὐτοὺς πεισθῆναι σοι I will compel them to obey you Hm 12, 3, 3. W. εἴς τι for the inf. ἀναγκάζομαι εἰς τοῦτο I am forced to do this B 1:4. W. inf. understood 2 Cor 12:11.② weakened strongly urge/invite, urge upon, press (POxy 1069, 2; 20; cp. HPernot, Études sur la langue des Évang. 1927; ET 38, 1927, 103–8) w. acc. and inf. (Diog. L. 1, 26 τ. μητρὸς ἀναγκαζούσης αὐτὸν γῆμαι) ἠνάγκασεν τ. μαθητὰς ἐμβῆναι he pressed the disciples to embark Mt 14:22; Mk 6:45. W. acc. supplied Lk 14:23.—M-M. TW.
См. также в других словарях:
αναγκάζομαι — αναγκάζομαι, αναγκάστηκα, αναγκασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναγκάζομαι — ἀναγκάζω force pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ … Dictionary of Greek
δεκατώνω — (AM δεκατῶ, όω Μ και δεκατώνω) [δεκάτη] εισπράττω τον φόρο τής δεκάτης νεοελλ. δεκατιάζω, μουτζώνω με τα δύο χέρια αρχ. παθ. δεκατούμαι αναγκάζομαι να πληρώσω τον φόρο τής δεκάτης … Dictionary of Greek
ηναγκασμένως — ἠναγκασμένως (AM) επίρρ. διά τής βίας, αναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηναγκασμένος, μτχ. παρακμ. τού αναγκάζομαι] … Dictionary of Greek
κατείργω — κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α) 1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.) 2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… … Dictionary of Greek
ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 … Dictionary of Greek