-
61 ἀναβρασθήσεται
-
62 αναβρασσομένη
ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀναβράζωboil: fut part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
63 ἀναβρασσομένη
ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀναβράζωboil: fut part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
64 αναβρασσομένης
ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)ἀναβράζωboil: fut part mid fem gen sg (attic epic ionic) -
65 ἀναβρασσομένης
ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)ἀναβράσσωboil well: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)ἀναβράζωboil: fut part mid fem gen sg (attic epic ionic) -
66 αναβρασσόμενος
ἀναβράσσωboil well: pres part mp masc nom sgἀναβράσσωboil well: pres part mp masc nom sgἀναβράζωboil: fut part mid masc nom sg (epic) -
67 ἀναβρασσόμενος
ἀναβράσσωboil well: pres part mp masc nom sgἀναβράσσωboil well: pres part mp masc nom sgἀναβράζωboil: fut part mid masc nom sg (epic) -
68 αναβρασάσης
ἀναβρασά̱σης, ἀναβράσσωboil well: aor part act fem gen sg (attic epic ionic)ἀναβρασά̱σης, ἀναβράζωboil: aor part act fem gen sg (attic epic ionic) -
69 ἀναβρασάσης
ἀναβρασά̱σης, ἀναβράσσωboil well: aor part act fem gen sg (attic epic ionic)ἀναβρασά̱σης, ἀναβράζωboil: aor part act fem gen sg (attic epic ionic) -
70 αναβράζειν
-
71 ἀναβράζειν
-
72 αναβράζεσθαι
-
73 ἀναβράζεσθαι
-
74 αναβράζονται
-
75 ἀναβράζονται
-
76 αναβράζοντας
-
77 ἀναβράζοντας
-
78 αναβράζουσα
-
79 ἀναβράζουσα
-
80 αναβράζουσαν
См. также в других словарях:
αναβράζω — βλ. πίν. 35 (κυρίως στον ενεστ.) Σημειώσεις: αναβράζω : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. αναβράζων στην έκφραση αναβράζοντα δισκία χάπια που διαλύονται σχηματίζοντας φυσαλίδες) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναβράζω — boil pres subj act 1st sg ἀναβράζω boil pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβράζω — (Α ἀναβράζω) βράζω, κοχλάζω νεοελλ. 1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση 2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω 3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βράζω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα] … Dictionary of Greek
αναβράζω — ανάβρασα, αναβρασμένος 1. βράζω, κοχλάζω: Το νερό ανάβρασε. 2. παθαίνω ζύμωση: Ο μούστος άρχισε να αναβράζει. 3. θυμώνω: Ανάβραζε από το θυμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβραζόντων — ἀναβράζω boil pres part act masc/neut gen pl ἀναβράζω boil pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράζει — ἀναβράζω boil pres ind mp 2nd sg ἀναβράζω boil pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράζοντα — ἀναβράζω boil pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναβράζω boil pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράζοντι — ἀναβράζω boil pres part act masc/neut dat sg ἀναβράζω boil pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράζουσιν — ἀναβράζω boil pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναβράζω boil pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβραζομένης — ἀναβράζω boil pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράζειν — ἀναβράζω boil pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)