-
1 πεῖρα
πεῖρα, ἡ, ion. πείρη, der angestellte Versuch, die gemachte Probe; ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται, bei der Probe zeigt sich, Pind. N. 3, 70, vgl. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἐγχέων ταύταν ϑανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι, d. i. den Kampf, 9, 28; πεῖραν ἔχοντες, versucht, erprobt, 4, 76, wie Xen. An. 3, 2, 16 dem ἄπειροι ὄντες ein πεῖραν ἤδη ἔχετε αὐτῶν gegenübersteht; τοιοῠδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον, Aesch. Spt. 481; Unternehmen, Pers. 705, wie Soph. El. 463 Ai. 283 u. öfter; πείρᾳ δ' οὐ προςωμίλησά πω, ich habe noch keinen Versuch gemacht, Trach. 588; εἰς πεῖραν ἔλϑωμεν φίλων, wir wollen die Freunde erproben, Eur. Heracl. 310; ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσϑαι, mit Einem Bekanntschaft, Umgang haben; ἀπὸ πείρης πάντα ἀνϑρώποισι φιλέει γίνεσϑαι, Her. 7, 9, durch Versuch, auf dem Wege des Versuchs; πεῖραν διδοὺς ξυνετὸς φαίνεται, eine Probe, einen Beweis geben, Thuc. 1, 138; Versuch, Unternehmen, 3, 20 u. öfter; καὶ ἢν μὴ ξυμβῇ ἡ πεῖρα, 3, 3, wie bei Belagerungen, πολλὰς πείρας προςάγοντες, Dem. 59, 103; vgl. noch πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς Ἀχαρνὰς καϑήμενος εἰ ἐπεξίασιν, Thuc. 2, 20; bes. πεῖραν λαμβάνειν τινός, ὡς ἔχει, Plat. Prot. 342 a, πεῖραν ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ διδόντες, 348 a u. öfter; ᾗ ἔδωκας σαυτοῦ πεῖραν ἀρετῆς, Lach. 189 b; ἐν ἐμαυτῷ πεῖραν λαβών, Xen. An. 5, 8, 15; οἱ νόμοι πεῖραν δεδώκασιν, ὡς συμφέροντές εἰσιν, Dem. 24, 24, vgl. 40, 2; Folgde, wie Pol. 1, 75, 7 u. oft; Luc. Nigr. 18 Abdic. 5; τῇ πείρᾳ ὤνησαν τοὺςἝλληνας, Plut. Them. 8; Ggstz von ἀπειρία, de Pyth. or. 11. – Bei Spp. auch ein Versuch auf Jemandes Vermögen, Räuberei, bes. Seeräuberei, vgl. Ar. Av. 582 u. VLL.
См. также в других словарях:
αναβάλλομαι — αναβάλλομαι, αναβλήθηκα βλ. πίν. 147 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναβάλλομαι — ἀναβάλλω throw up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλήδων — ἀμβλήδων, επίρρ. (Α) (ποιητικός τύπος αντί τού ἀναβλήδην) [ἀναβάλλομαι] ισχυρά, αθρόα … Dictionary of Greek
αναβαλλόμενος — ο (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.) λέγεται χωρίς κάποια ορισμένη σημ. σε φρ. όπως «τού έψαλα τον αναβαλλόμενο», «άκουσε τον αναβαλλόμενο» κ.λπ., για να δηλώσει έντονες παρατηρήσεις και επιπλήξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι … Dictionary of Greek
προαναβάλλομαι — Α λέγω ή άδω σε προανάκρουσμα ή ως προανάκρουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναβάλλομαι «αρχίζω μέλος»] … Dictionary of Greek
συναναβάλλομαι — Μ αρχίζω να ψάλλω μαζί κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναβάλλομαι «αρχίζω να παίζω μουσικό όργανο ή να τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
υπέρκειμαι — ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι] βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ. γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι … Dictionary of Greek
υπερτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. (μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαι αναβάλλομαι αρχ. 1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, τό μεταφέρω 3. κοινοποιώ, ανακοινώνω 4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, τό… … Dictionary of Greek