-
81 костер
костерм ἡ φωτιά, ἡ πυρά:разводить \костер ἀνάβω φωτιά. -
82 натопить
натопить Iсов (печь) ἀνάβω, βι δυνατή φωτιά.натопить IIсов (сало и т. п.) λυὤ -
83 огонь
огоньм1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·2. (освещение, свет) τό φως:работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον. -
84 погореть
погоре||тьсов1. (сгореть) разг γίνομαι στάχτη, ἀποτεφρώνομαι / πυρπολοῦ-μαι, καίγομαι (о лесе):деревня \погоретьла τό χωριό ἀποτεφρώθηκε·2. (о людях) разг καταστρέφομαι, μπαίνω μέσα·3. (некоторое время) καίγω λίγη ὠρα, ἀνάβω γιά λίγο. -
85 подпаливать
подпаливатьнесов, подпалить сов1. (опалить) καψαλίζω, περικαίω·2. (поджечь) разг βάζω φωτιά, ἀνάβω. -
86 прикуривать
прикуриватьнесов, прикурить сов ἀνάβω τό τσιγάρο μου. -
87 разгорячиться
разгорячитьсясов прям., перен ἀνάβω (αμετ.), ἐξάπτομαι. -
88 разжечься
разжечь||сяпрям., перен ἀνάβω (άμετ.), φλογίζομαι, ἀναφλέγομαι, ἐξάπτομαι. -
89 разыграться
разыграть||ся1. (о детях) ξεχνιέμαι στό παιχνίδι·2. (о буре, чувствах) ξεσπάνω/ ἀνάβω (о страстях):разыгралась подагра τόν ἐπιασε ἡ ποδάγρα·3. (о событиях) διαδραματίζομαι, ξεσπάνω. -
90 распалиться
распалитьсясов, распаляться несов (приходить в возбуждение) ἐξάπτομαι, ἀνάβω (άμετ.). -
91 растапливаться
растапливаться Iнесов (о печи и т. ἡ.) καίω (άμετ.), ἀνάβω (άμετ.).растапливаться IIнесов (расплавляться) λυώνω (άμετ.), τήκομαι. -
92 самовар
самоварм τό σαμοβάρι:ставить \самовар ἀνάβω τό σαμοβάρι· ◊ ехать в Тулу со своим \самоваром.г-й κομίζω γλαῦκας εἰς 'Αθήνας. -
93 свет
свет Iм в разн. знач. τό φως:лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.свет IIλ·1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας. -
94 чиркать
чи́рк||атьнесов:\чиркать спичкой ἀνάβω σπίρτο. -
95 электричество
электричествос ὁ ἡλεκτρισμός:зажигать \электричество ἀνάβω τό ἡλεκτρικό· проводить \электричество βάζω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση. -
96 зажигать
[ζαζυγκάτ'] ρ. ανάβω -
97 запылать
[ζαπυλάτ'] ρ. ανάβω -
98 натопить
[ναταπίτ"] ρ. ανάβω, βάζω δυνατή φωτιά -
99 разгораться
[ραζγκαράτσα] ρ. ανάβω -
100 разжигать
[ραζζυγκάτ*] ρ. ανάβω
См. также в других словарях:
ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβω — ανάβω, άναψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ἀναβῶ — ἀνάπτω make fast on aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀναβαίνω go up aor subj act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβω — ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric) ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβοσβήνω — ανάβω και σβήνω συνεχώς, κατ’ επανάληψη … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] … Dictionary of Greek
αναδαίω — ἀναδαίω (Α) ανάβω, βάζω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δαίω «ανάβω»] … Dictionary of Greek