-
1 enflammer
ανάβω -
2 rozdmýchat
ανάβω -
3 rozněcovat
ανάβω -
4 roznítit
ανάβω -
5 rozsvítit
ανάβω -
6 vznítit
ανάβω -
7 zanítit
ανάβω -
8 zapálit
ανάβω -
9 zapalovat
ανάβω -
10 rozpalać
ανάβω -
11 rozżarzyć
ανάβω -
12 zapalać
ανάβω -
13 zapalić
ανάβω -
14 zapłonąć
ανάβω -
15 tutuşturmak
ανάβω, καίω, πυρπολώ -
16 зажечь
-жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. зажег-жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заж-женный, βρ: -жжен, жжена-жженоρ.σ.μ.1. ανάβω•зажечь лампу ανάβω τη λάμπα•
зажечь спичку ανάβω το σπίρτο•
зажечь свет ανάβω το φως.
2. μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ.ανάβω, καίω, φέγγω•|| εμφανίζομαι φωτεινός. || μτφ. (για μάτια) λάμπω, α-οτράφτω. || εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.).κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω. -
17 разжечь
разожгу, разожжшь, разожгут, о παρλθ. χρ. разжг, разожгла, разожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разожженный,: βρ: -жжн, -жжена, -жженоρ.σ.μ.1. ανάβω•разжечь огонь ανάβω φωτιά•
разжечь дрова ανάβω τα ξύλα.
(απρόσ.) καίω θερμαίνω πολύ•песок жаром разожгло ο άμμος έκαψε πολύ•
железо разожгло το σίδερο έκαψε (για σφυρηλάτηση).
2. μτφ. υποδαυλίζω•разжечь ненависть ανάβω το μίσος.
ανάβω, παίρνω φωτιά. -
18 включить
включить 1) (в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω 2) (привести в действие) βάζω (μπρος) ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.); \включить мотор βάζω μπρος το μοτέρ \включить радио ανοίγω (или ανάβω) το ράδιο \включиться (присоединиться) παίρνω μέρος, συμμετέχω* * *1) ( в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω2) ( привести в действие) βάζω (μπρος); ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.)включи́ть мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
включи́ть ра́дио — ανοίγω ( или ανάβω) το ράδιο
-
19 зажечь
-
20 зажигаться
1. (загореться) ανάβω, παίρνω φωτιά 2. (ο дуге) ανάβω 3. (об индикаторной или сигнальной лампе) ανάβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажигаться
См. также в других словарях:
ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβω — ανάβω, άναψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ἀναβῶ — ἀνάπτω make fast on aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀναβαίνω go up aor subj act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβω — ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric) ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβοσβήνω — ανάβω και σβήνω συνεχώς, κατ’ επανάληψη … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] … Dictionary of Greek
αναδαίω — ἀναδαίω (Α) ανάβω, βάζω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δαίω «ανάβω»] … Dictionary of Greek