-
1 обороняться
-
2 оборонять
ρ.δ.μ. αμύνομαι για κάτι, υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω•оборонять своё отечество υπερασπίζω την πατρίδα.
αμύνομαι•оборонять от врага αμύνομαι κατά του εχθρού.
|| προφυλάσσομαι•оборонять от ударов προφυλάσσομαι από τα χτυπήματα.
-
3 защищаться
защищать||сяἀμύνομαι, ὑπερασπίζομαι / προφυλάττω τόν ἐαυτό μου (предохранять себя):\защищатьсяся до последнего ἀμύνομαι μέχρις ἐσχάτων. -
4 постоять
постоятьсов1. στέκομαι λίγο, στέκω λίγο·2. (за кого-л., за что-л.) βαστώ, κρατώ, ἀμύνομαι:уметь \постоять за себя ξέρω νά ὑπερασπίσω τόν ἐαυτό μου· \постоять за свою родину ὑπερασπίζω τήν πατρίδα μου, ἀμύνομαι ὑπέρ τής πατρίδας μου. -
5 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
6 оборонять
-
7 оборонять
оборонятьнесов ὑπερασπίζω, προασπίζω, ἀμύνομαι τινός. -
8 обороняться
оборонять||сяἀμύνομαι. -
9 отбиваться
отбивать||ся1. (защищаться) ἀμύνομαι, ἀνθίσταμαι·2. (отставать) ξεκόβω, ξεκόβομαι, μένω πίσω·3. (отламываться) σπάζω (μετ.), θραύομαι· ◊ \отбиватьсяся от рук разг παύω νά ὑπακούω. -
10 fight back
(to defend oneself against an attack, or attack in return.) αντιστέκομαι,αμύνομαι -
11 обороняться
[αμπαρανγιάτ'σα] ρ. αμύνομαι -
12 обороняться
[αμπαρανγιάτ'σα] ρ αμύνομαι -
13 отстрелять
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстрелянный, βρ: -лян, -а, -о ρ.σ.1. (κυνηγ.) σκοτώνω, φονεύω.2. ρίχνω, ξοδεύω, καταναλώνω φυσίγγια•он -ял ленту αυτός έρριξε μια αρμάθα φυσίγγια.
3. τελειώνω τη βολή, τον πυροβολισμό, το κανονίδι.1. αμύνομαι, αποκρούω με πυρά.2. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.). -
14 отчаянно
επίρ.απελπισμένα• απεγνωσμένα•сражаться отчаянно μάχομαι απεγνωσμένα•
защищиться отчаянно αμύνομαι απεγνωσμένα•
он отчаянно болен αυτός δεν έχει καμιά ελπίδα σωτηρίας.
|| δυνατά. -
15 постоять
ρ.σ.1. βλ. стоять με σημ. λίγο.2. προστκ. -ой στάσου.3. αντιστέκομαι, κρατώ, βαστώ, αμύνομαι υπερασπίζω, προασπίζω.4. (με το αρνητ. μόριο не) δε φείδομαι, δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι. -
16 defend
1) αμύνομαι2) προστατεύω3) υπερασπίζομαι4) υπερασπίζω
См. также в других словарях:
αμύνομαι — αμύνομαι, αμύνθηκα βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
αμύνομαι — αμύνθηκα 1. μτβ. (με πρόθ.), αγωνίζομαι αμυντικά για κάτι, υπερασπίζομαι κάτι: Αμύνθηκε για τη ζωή του. 2. αμτβ., ενεργώ αμυντικά: Αν μου επιτεθεί, θα αμυνθώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμύνομαι — ἀμύ̱νομαι , ἀμύνω keep off aor subj mid 1st sg (epic) ἀμύ̱νομαι , ἀμύνω keep off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… … Dictionary of Greek
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
αλκάζω — ἀλκάζω (Α) 1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα 2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε*, ἀλκί, ἀλκαθεῖν. ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα] … Dictionary of Greek