-
41 Ἀμώμητοι
-
42 Αμώμητον
-
43 Ἀμώμητον
-
44 αμωμήτοιο
-
45 ἀμωμήτοιο
-
46 αμωμήτοις
-
47 ἀμωμήτοις
-
48 αμωμήτοισι
-
49 ἀμωμήτοισι
-
50 αμωμήτου
-
51 ἀμωμήτου
-
52 αμωμήτους
-
53 ἀμωμήτους
-
54 αμωμήτω
-
55 ἀμωμήτῳ
-
56 αμωμήτωι
-
57 ἀμωμήτωι
-
58 αμωμήτων
-
59 ἀμωμήτων
-
60 αμώμητα
См. также в других словарях:
αμώμητος — ἀμώμητος, ον (Α) άμεμπτος, άψογος, ανεπίληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μωμητὸς «επικριτέος» < μωμῶμαι] … Dictionary of Greek
Ἀμώμητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμώμητος — blameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμωμήτως — ἀμώμητος blameless adverbial ἀμώμητος blameless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμώμητον — ἀμώμητος blameless masc/fem acc sg ἀμώμητος blameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμωμήτοιο — Ἀμώμητος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμωμήτοιο — ἀμώμητος blameless masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμωμήτοις — Ἀμώμητος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμωμήτοις — ἀμώμητος blameless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμωμήτοισι — Ἀμώμητος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμωμήτοισι — ἀμώμητος blameless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)