-
1 Αμμων'
Ἄμμωνα, ἌμμωνZeus: masc acc sgἌμμωνι, ἌμμωνZeus: masc dat sgἌμμωνε, ἌμμωνZeus: masc nom /voc /acc dualἌμμωνα, Ἀμμώναςmasc voc sg (doric aeolic)Ἄμμωνα, Ἀμμώναςmasc nom sg (epic doric aeolic)Ἄμμωναι, Ἀμμώναςmasc nom /voc pl (doric aeolic) -
2 Ἄμμων'
Ἄμμωνα, ἌμμωνZeus: masc acc sgἌμμωνι, ἌμμωνZeus: masc dat sgἌμμωνε, ἌμμωνZeus: masc nom /voc /acc dualἌμμωνα, Ἀμμώναςmasc voc sg (doric aeolic)Ἄμμωνα, Ἀμμώναςmasc nom sg (epic doric aeolic)Ἄμμωναι, Ἀμμώναςmasc nom /voc pl (doric aeolic) -
3 Αμμων
-
4 Ἄμμων
-
5 Ἄμμων
Ἄμμων cult name of Zeus in Libya “ Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” P. 4.16 Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. test., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους ( ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58. -
6 Αμμων
ἐν Ἄμμωνος (sc. ἱερῷ) Plut. — в храме Аммона
-
7 άμμων
-
8 ἄμμων
-
9 αμμών
-
10 ἀμμῶν
-
11 Ἄμμων
A Zeus,Ζεὺς Ἄ. Pi.P.4.16
: said to be Egyptian, Hdt.2.42; Ἄμμωνος (κέρας), = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130, etc.:—fem. Adj. [full] Ἀμμωνίς, ίδος, Libyan, Ἀ. ἕδρα seat of Ammon, i. e. Libya, E.Alc. 114, El. 734: Subst. Ἀ., ἡ, name of state-trireme, Din.Fr.14.2:—also [full] Ἀμμωνιάς, άδος, Phot. s.v. Πάραλος: [full] Ἀμμωνιακός, ή, όν, ἀπάτη AP7.687
(Pall.), esp. Ἀ. ἅλας kind of rock-salt, Dinon 15, cf. Dsc.5.109, Gp.6.6.1, PMag.Lond.46.397:—[suff] ἀμμο-κή, ἡ, Ferula marmarica, Ps.-Dsc.3.84:—[suff] ἀμμο-κόν, τό, gum-ammoniacum, Dsc.3.48. -
12 Αμμουν
-
13 κρῑο-κέφαλος
κρῑο-κέφαλος, mit einem Widderkopf, Ἄμμων, Sp.
-
14 Αμμωνα
ἌμμωνZeus: masc acc sgἈμμώναςmasc voc sg (doric aeolic)Ἀμμώναςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
15 Ἄμμωνα
ἌμμωνZeus: masc acc sgἈμμώναςmasc voc sg (doric aeolic)Ἀμμώναςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
16 Αμμωνι
-
17 Ἄμμωνι
-
18 Αμμωνος
-
19 Ἄμμωνος
-
20 Αμμωσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄμμων — Zeus masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμμων' — Ἄμμωνα , Ἄμμων Zeus masc acc sg Ἄμμωνι , Ἄμμων Zeus masc dat sg Ἄμμωνε , Ἄμμων Zeus masc nom/voc/acc dual Ἄμμωνα , Ἀμμώνας masc voc sg (doric aeolic) Ἄμμωνα , Ἀμμώνας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄμμωναι , Ἀμμώνας masc nom/voc pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άμμων — I Αιγυπτιακή θεότητα, το όνομα της οποίας σημαίνει ο κρυμμένος. Αρχικά ήταν ένας από τους οκτώ βασικούς θεούς που λάτρευε το ιερατείο της Ερμούπολης. Μετά τη μετατόπιση του κέντρου λατρείας του στις Θήβες, την εποχή της 11ης δυναστείας, και την… … Dictionary of Greek
ἀμμῶν — ἀμμά mother fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμμων — ἁμός 1 fem gen pl (aeolic) ἁμός 1 masc/neut gen pl (aeolic) ἄμμος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμμωνα — Ἄμμων Zeus masc acc sg Ἀμμώνας masc voc sg (doric aeolic) Ἀμμώνας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμμωνι — Ἄμμων Zeus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμμωνος — Ἄμμων Zeus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμμωσιν — Ἄμμων Zeus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Amun — Amun, reconstructed Egyptian Yamānu (also spelled Amon , Amoun , Amen , and rarely Imen , Greek Ἄμμων Ammon , and Ἅμμων Hammon ), was the name of a deity in Egyptian mythology, who gradually rose from being an abstract concept to the patron deity … Wikipedia