-
21 αμαθεί
ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut dat sg -
22 ἀμαθεῖ
ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut dat sg -
23 αμαθείς
-
24 ἀμαθεῖς
-
25 αμαθεστάτων
-
26 ἀμαθεστάτων
-
27 αμαθεστέρα
ἀμαθεστέρᾱ, ἀμαθήςignorant: fem nom /voc /acc comp dualἀμαθεστέρᾱ, ἀμαθήςignorant: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
28 ἀμαθεστέρα
ἀμαθεστέρᾱ, ἀμαθήςignorant: fem nom /voc /acc comp dualἀμαθεστέρᾱ, ἀμαθήςignorant: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
29 αμαθεστέρας
ἀμαθεστέρᾱς, ἀμαθήςignorant: fem acc comp plἀμαθεστέρᾱς, ἀμαθήςignorant: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
30 ἀμαθεστέρας
ἀμαθεστέρᾱς, ἀμαθήςignorant: fem acc comp plἀμαθεστέρᾱς, ἀμαθήςignorant: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
31 αμαθεστέρων
-
32 ἀμαθεστέρων
-
33 αμαθέα
ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀμαθήςignorant: masc /fem acc sg (epic ionic) -
34 ἀμαθέα
ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀμαθήςignorant: masc /fem acc sg (epic ionic) -
35 αμαθές
-
36 ἀμαθές
-
37 αμαθέστατα
-
38 ἀμαθέστατα
-
39 αμαθέστατον
-
40 ἀμαθέστατον
См. также в других словарях:
ἁμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθής — ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμάθης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαθής — ές (Α ἀμαθής) 1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός) 2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος 3. ανόητος, βλάκας αρχ. 1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος 2.… … Dictionary of Greek
αμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απαίδευτος: Θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, αλλά ήταν αμαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρεῖττον ὀψιμαθὴς ἢ ἀμαθής. — См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀμαθῆ — ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθέστερον — ἀμαθής ignorant adverbial comp ἀμαθής ignorant masc acc comp sg ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστάτων — ἀμαθής ignorant fem gen superl pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστέρων — ἀμαθής ignorant fem gen comp pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)