Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αλληλογραφία

  • 21 списываться

    списывать||ся
    ἀλληλογραφώ, συνεννοοῦ-μαι μέ ἀλληλογραφία.

    Русско-новогреческий словарь > списываться

  • 22 заочник

    [ζαότσνικ/] ουσ. α. σπουδαστής με αλληλογραφία

    Русско-греческий новый словарь > заочник

  • 23 заочник

    [ζαότσνικ] ουσ α σπουδαστής με αλληλογραφία

    Русско-эллинский словарь > заочник

  • 24 длительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    μακράς διαρκείας, μακροχρόνιος, παρατεταμένος, μακρός•

    -ая переписка μακροχρόνια αλληλογραφία•

    -ое молчание μακρά σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > длительный

  • 25 завязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    завязать веревку δένω την τριχιά•

    завязать галстук δένω τη γραβάτα•

    завязать двойной узел διπλοκομποδένω.

    2. πιάνω, συνάπτω• αρχίζω πρώτος•

    завязать дружбу πιάνω φιλία•

    завязать разговор πιάνω κουβέντα•

    завязать переписку ανοίγω αλληλογραφία•

    завязать бой συνάπτω μάχη•

    завязать отношения πιάνω σχέσεις•;- спор αρχίζω συζήτηση•

    завязать перестрелку αρχίζω πρώτο£ τους πυροβολισμούς.

    3. (γι φυτά) γονιμοποιούμαι•

    завязать плод πιάνω (δένω) καρπό.

    1. δένομαι.
    2. αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι•. -лся бой πιάστηκε η μάχη.
    3. (για φυτά) γονιμοποιούμαι•

    плод -лся ο καρπός έδεσε.

    -аю, -аешь, ρ.δ.
    βλ. завязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > завязать

  • 26 замолкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замолк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замолкший, κ. замолкнувший
    ρ.σ.
    1. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω•

    ребенок замолк и заснул το παιδάκι σώπασε και αποκοιμήθηκε•

    -ли пушки σίγησαν τα κανόνια.

    || σταματώ την αλληλογραφία, τηρώ σιγή.
    2. παύω, σταματώ (για ήχο)•

    шаги на лестнице -ли τα πατήματα στη σκάλα σταμάτησαν•

    шум -олк ο θόρυβος έπαψε.

    3. (γιά αισθήματα, λογικό) δεν λειτουργώ•

    рассудок -олк το λογι-? κό έπαψε να λειτουργεί.

    Большой русско-греческий словарь > замолкнуть

  • 27 перлюстрировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. λογοκρίνω αλληλογραφία.
    λογοκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перлюстрировать

  • 28 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 29 состоять

    ρ.δ.
    1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•

    квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•

    семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•

    в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•

    разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...

    2. είμαι μέλος•

    состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.

    || είμαι, διατελώ, υπηρετώ•

    состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.

    || διατελώ σε μια κατάσταση•

    состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•

    состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•

    переписке έχω αλληλογραφία•

    состоять в дружбе έχω φιλία.

    γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•

    лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > состоять

  • 30 списать

    ρ.σ.μ.
    1. αντιγράφω•

    списать текст рукописи αντιγράφω το κείμενο του χειρόγραφου•

    -сочинение у одноклассика αντιγράφω έκθεση ιδεών από το συμμαθητή.

    2. (φιλγ.) δανείζομαι, παίρνω από κάποιον.
    3. διαγράφω, σβήνω, ξεγράφφω, απαλείφω•

    списать со счта σβήνω από το λογαριασμό.

    4. (ναυτ.) απολύω από το πλήρωμα του πλοίου.
    1. αλληλογραφώ, αποκτώ σύνδεση με αλληλογραφία.
    2. (ναυτ.) απολύομαι• διαγράφομαι από το πλήρωμα του πλοίου.

    Большой русско-греческий словарь > списать

  • 31 частный

    επ.
    1. ατομικός, ιδιωτικός, προσωπικός•

    -ая переписка ιδιωτική αλληλογραφία•

    я к вам по -у делу έρχομαι σε σας για ατομική υπόθεση•

    -ая инициатива ατομική πρωτοβουλία•

    -ая жизнь ιδιωτική ζωή•

    -ые уроки ιδιωτικά μαθήματα•

    -ая собственность ατομική ιδιοκτησία•

    -ая торговля ιδιωτικό εμπόριο•

    частный капитал ιδιωτικό κεφάλαιο.

    2. ξεχωριστός, μεμονωμένος• ιδιαίτερος•

    частный случай μεμονωμένη περίπτωση.

    3. του τμήματος ή συνοικίας πόλης•

    частный дом παλ. το κτίριο του αστυνομικού τμήματος.

    4. -ое ουδ. ουσ. το μερικό•

    заключение от -ого к общему συμπέρασμα από το μερικό στο γενικό•

    заключение от общего к -у συμπέρασμα από το γενικό στο μερικό.

    5. ουσ. α. частный ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος.
    εκφρ.
    - ое обвинение – ιδιωτική καταγγελία•
    частный поверенныйπαλ. ο δικηγόρος•
    частный приставβλ. 5 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > частный

См. также в других словарях:

  • ἀλληλογραφία — ἀλληλογραφίᾱ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem nom/voc/acc dual ἀλληλογραφίᾱ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλογραφία η — αλληλογραφία, η η ανταλλαγή επιστολών, σημειωμάτων ή εγγράφων: Για κάμποσα χρόνια είχαμε πυκνή αλληλογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλληλογραφίᾳ — ἀλληλογραφίᾱͅ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονική αλληλογραφία — Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο …   Dictionary of Greek

  • ἀλληλογραφίας — ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem acc pl ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλογραφίαι — ἀλληλογραφίᾱͅ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλογραφίαν — ἀλληλογραφίᾱν , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… …   Dictionary of Greek

  • Nicolas Calas — Nombre completo Nicolas Calas (Nikos Kalamaris) Νικόλαος Κάλας (Νίκος Καλαμάρης) Nacimiento 1931 Lausana, Suiza Defunción 1988 Nueva York …   Wikipedia Español

  • Nicolas Calas — (Nikos Kalamaris) Νικόλαος Κάλας (Νίκος Καλαμάρης) Born 1931 Lausanne, Switzerland Died 1988 New York Pen name Also: Nikitas Randos (Νικήτας Ράντος), M. Spieros (Μ. Σπιέρος) Occupation …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»