Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αλλα

  • 121 прочий

    επ. (στα ρωσικά• αόριστη αντων. κ. επ. στα ελληνικά)• άλλος• λοιπός• υπόλοιπος ; помимо всего -его εκτός απ όλα τ άλλα.
    ουσ. -ее το άλλο, το υπόλοιπο, το λοιπόν.
    ουσ. πλθ. -ие (για ανθρώπους) οι άλλοι.
    εκφρ.
    и прочее ή пр. ή проч. κ. παλ. и -ая – και λοιπά (κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > прочий

  • 122 ради

    πρόθ. με γεν.
    1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•

    не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•

    сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•

    ради дела χάριν της υπόθεσης•

    ради него για χατήρι του.

    2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•

    просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•

    ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.

    3. λόγω, ένεκα•

    ради развлечения για διασκέδαση•

    шутки ради χάριν αστειότητας•

    ради смеха για γέλιο.

    4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•

    чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•

    его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.

    Большой русско-греческий словарь > ради

  • 123 размен

    α. (για χρήματα)• χάλασμα, α-ταλλαγή χρημάτων με άλλα μικρότερα.

    Большой русско-греческий словарь > размен

  • 124 раньше

    επίρ.
    1. (συγκριτικός βαθμός του επίρ. рано)• νωρίτερα, πιο νωρίς• πρωτύτερα•

    он встал рано, а я ещё раньше αυτός σηκώθηκε νωρίς, αλλά εγώ ακόμα νωρίτερα•

    раньше всех проснулась мать πρωτύτερα απ όλους ξύπνησε η μάνα.

    2. πριν, μπροστά•

    не раньше двух часов όχι πριν τις δυό η ώρα.

    3. πρώτον, πρώτα, πρότερον•

    раньше выслушайте, а потом браните πρώτα ακούστε (με) και μετά μαλώστε (με)•

    раньше мы были друзьями πρώτα (πριν) ήμασταν φίλοι.

    Большой русско-греческий словарь > раньше

  • 125 реальность

    θ.
    αντικειμενικότητα•

    исходить из -и ξεκινώ από την πραγματικότητα•

    реальность это не мечта, а реальность αυτό δεν είναι όνειρο,αλλά πραγματικότητα•

    объективная реальность αντικειμενική πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > реальность

  • 126 реминисценция

    θ. (γραπ. λόγος).
    1. ανάμνηση ωχρή, αμυδρή.
    2. επίδραση (σε έργο λογοτεχνικό, μουσικό κ. άλλα).

    Большой русско-греческий словарь > реминисценция

  • 127 розетка

    θ.
    1. κροσσός ρόδινος.
    2. ροζέτα, ταινία παράσημου.
    3. πιατάκι γλυκού.
    4. κηροδόχη, λαμπαδοδόχη (σχήματος ρόδου).
    5. είδος αμπαζούρ πλατύστομο.
    6. ρευματοδότης, ακροσύνδεσμος, ρευματολήπτης, πρίζα.
    7. κυκλοτερές φύλλωμα.
    8. στολίδι ανάγλυφο με ρόδα ή άλλα άνθη.

    Большой русско-греческий словарь > розетка

  • 128 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

См. также в других словарях:

  • .άλλα — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλλα — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλλά — ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) ἐλλά , ἐλλός a young deer neut nom/voc/acc pl ἐλλά̱ , ἐλλός a young deer fem nom/voc/acc dual ἐλλά̱ , ἐλλός a young deer fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλά — otheruise indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — σύνδεσμος αντιθετικός αντίστοιχος με τον μα 1. μπαίνει στην αρχή πρότασης, περιόδου ή παραγράφου ως μεταβατικός, αλλά και με κάποια αντίθεση προς τα προηγούμενα: Αλλά όλα αυτά τα προτερήματα θα μεναν ίσως σε αδράνεια, αν δεν είχε ο άντρας αυτός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλᾳ — ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλᾶ — ἀνά λάω 1 pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 1 pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 2 seize pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 2 seize pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλᾷ — ἀναλάζομαι take again fut ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλὰ τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γένεσθαι Ἀργά. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»