Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αλλά

См. также в других словарях:

  • .άλλα — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλλα — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλλά — ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) ἐλλά , ἐλλός a young deer neut nom/voc/acc pl ἐλλά̱ , ἐλλός a young deer fem nom/voc/acc dual ἐλλά̱ , ἐλλός a young deer fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλά — otheruise indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — σύνδεσμος αντιθετικός αντίστοιχος με τον μα 1. μπαίνει στην αρχή πρότασης, περιόδου ή παραγράφου ως μεταβατικός, αλλά και με κάποια αντίθεση προς τα προηγούμενα: Αλλά όλα αυτά τα προτερήματα θα μεναν ίσως σε αδράνεια, αν δεν είχε ο άντρας αυτός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλᾳ — ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλᾶ — ἀνά λάω 1 pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 1 pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 2 seize pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 2 seize pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλᾷ — ἀναλάζομαι take again fut ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλὰ τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γένεσθαι Ἀργά. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»