-
121 переходить
переходитьнесов1. (что-л., через что-л.) περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, διασχίζω:\переходить через реку περνῶ τό ποτάμι· \переходить улицу διασχίζω (или περνῶ) τόν δρόμο·2. (куда-л., κ чему-л.) περνώ:\переходить из одного класса в другой προβιβάζομαι· \переходить на другу́ю работу ἀλλάζω δουλειά· \переходить на сторону противника περνώ μέ τό μέρος τοῦ ἐχθροϋ· \переходить в другу́ю веру ἀλλαξοπι-στῶ·3. (доставаться кому-л.) μεταδίδομαι, περνώ; \переходить по наследству κληρονομούμαι· \переходить из рук в ру́ки περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι·4. (приступать κ чему-л. другому) περνῶ:\переходить к другой теме περνώ σέ ἄλλο θέμα, ἀρχίζω ἄλλο θέμα·5. (превращаться) μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι:\переходить из жидкого состояния в газообразное μεταβάλλομαι ἀπό ὑγρό σέ ἀέριο· ◊ \переходить все границы ξεπερνώ ὅλα τά δρια· \переходить в наступление περνῶ στήν ἐπίθεση· \переходить на «ты» ἀρχίζω νά μιλῶ στον ἐνικό. -
122 подменивать
подмениватьнесов, подменить сов ὑποκαθιστώ, ἀντικαθιστώ, ἀλλάζω:его будто подменили разг λές κι ἐγινε ἀλλος ἀνθρωπος. -
123 преображ
преобра||жагьнесов μεταμορφώνω, μετα-μορφώ, ἀλλάζω. -
124 преображаться
преобра||жатьсяμεταμορφώνομαι, μεταμορφοϋμαι, ἀλλάζω μορφή. -
125 разговор
разговорм ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης. -
126 раздумать
разду́м||атьсов (передумать) ἀλλάζω γνώμη, μετανοιώνω:я \раздуматьал писать μετάνοιωσα νά γράψω. -
127 разнообразить
разнообраз||итьнесов ποικίλλω, ἀλλάζω, παραλλάζω. -
128 разубедиться
разубедить||ся(в чем-л.) μεταπείθομαι, ἀλλάζω γνώμη.
См. также в других словарях:
αλλάζω — αλλάζω, άλλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλάζω — άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, ως μτβ. 1. αντικατασταίνω κάτι με άλλο: Εδώ κι ένα μήνα αλλάξαμε σπίτι. 2. αντικατασταίνω τα λερωμένα εσώρουχα με καθαρά: Περίμενε μια στιγμή ν αλλάξω το μωρό. Ως αμτβ. 3. μεταβάλλομαι: Έχεις αλλάξει πολύ τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαξοθωριάζω — αλλάζω θωριά, μεταβάλλω μορφή, όψη, παρουσιαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + θωριά] … Dictionary of Greek
αλλαξομουριάζω — αλλάζω όψη, χρώμα προσώπου ένεκα ψυχικής ταραχής, ασθένειας, κακοπάθειας κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούρη] … Dictionary of Greek
αλλαξοφαγίζω — αλλάζω τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φαγί] … Dictionary of Greek
απαλλάζω — αλλάζω ρούχα, φοράω καθαρά ή γιορτινά … Dictionary of Greek
ξαναλλάζω — αλλάζω ξανά … Dictionary of Greek
μεταγραμματίζω — αλλάζω τη θέση των γραμμάτων μιας λέξης: Ο διορθωτής μεταγραμμάτισε πολλές λέξεις του άρθρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… … Dictionary of Greek