-
21 πορεία
η1) ход; движение; ходьба;προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;
η εξελικτική πορεία — поступательное движение;
2) шествие;θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;
3) поход;4) маршрут, путь; Курс, направление;πορεία προς βορραν — курс на север;
αλλάζω πορεία — менять курс;
5) трен, процесс, ход; течение, развитие;στην πορεία — в процессе, в ходе;
6) воен. марш, переход;πορεία μιάς μέρας — дневной переход;
σύντονος πορεία — форсированный марш;
εν πορεία — на марше;
§ φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)
-
22 φρόνημα
τό1) взгляд, воззрение; идея, убеждение;πολιτικά φρόνήματα — политические взгляды;
αλλάζω τα φρονήματα μου менять свои взгляды;εκφράζω το φρόνημα μου выражать своё убеждение; 2) самосознание;εθνικό φρόνημα — национальное самосознание
-
23 χρώμα
τό1) цвет, окраска;ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;
ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;
4) краска, румянец;τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;
5) цвет лица;έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;
έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;αλλάζω χρώμα — меняться в лице;
6) перен. краски, выразительность;ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;τοπικό χρώμα — местный колорит;
8) муз. тон;χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;
§ μου κόβει το χρώμα — или χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;
κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;
κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;
πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;
οξύνω τα χρώματα сгущать краски
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλλάζω — αλλάζω, άλλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλάζω — άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, ως μτβ. 1. αντικατασταίνω κάτι με άλλο: Εδώ κι ένα μήνα αλλάξαμε σπίτι. 2. αντικατασταίνω τα λερωμένα εσώρουχα με καθαρά: Περίμενε μια στιγμή ν αλλάξω το μωρό. Ως αμτβ. 3. μεταβάλλομαι: Έχεις αλλάξει πολύ τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαξοθωριάζω — αλλάζω θωριά, μεταβάλλω μορφή, όψη, παρουσιαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + θωριά] … Dictionary of Greek
αλλαξομουριάζω — αλλάζω όψη, χρώμα προσώπου ένεκα ψυχικής ταραχής, ασθένειας, κακοπάθειας κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούρη] … Dictionary of Greek
αλλαξοφαγίζω — αλλάζω τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φαγί] … Dictionary of Greek
απαλλάζω — αλλάζω ρούχα, φοράω καθαρά ή γιορτινά … Dictionary of Greek
ξαναλλάζω — αλλάζω ξανά … Dictionary of Greek
μεταγραμματίζω — αλλάζω τη θέση των γραμμάτων μιας λέξης: Ο διορθωτής μεταγραμμάτισε πολλές λέξεις του άρθρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… … Dictionary of Greek