Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ακράτεια

См. также в других словарях:

  • ἀκρατείᾳ — ἀκρατείᾱͅ , ἀκράτεια want of power fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτεια — want of power fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… …   Dictionary of Greek

  • ακράτεια — η 1. το να μην μπορεί κανείς να περιορίσει τα πάθη του: Η ακράτεια αυτή τον ζημίωσε πολύ στη ζωή του. 2. (ιατρ.), ακράτεια ούρων, το να αποβάλλονται τα ούρα χωρίς τη θέλησή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρατείας — ἀκρατείᾱς , ἀκράτεια want of power fem acc pl ἀκρατείᾱς , ἀκράτεια want of power fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτειαι — ἀκράτεια want of power fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτειαν — ἀκράτεια want of power fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρακράτεια — η ιατρ. ακράτεια ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούρα + ακράτεια] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρατίας — ἀκρατίᾱς , ἀκράτεια want of power fem acc pl ἀκρατίᾱς , ἀκράτεια want of power fem gen sg (attic doric aeolic) ἀκρατίᾱς , ἀκρατία absence of mixture fem acc pl ἀκρατίᾱς , ἀκρατία absence of mixture fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Acracia — ► sustantivo femenino 1 POLÍTICA Doctrina que niega la necesidad de un poder o de una autoridad. SINÓNIMO anarquismo 2 POLÍTICA Estado social caracterizado por la ausencia de autoridad o estructura de poder. SINÓNIMO anarquía * * * acracia (del… …   Enciclopedia Universal

  • LUXURIA — a luxu, quod proprie luxatio, ἐξάρτρωσις, inde intemperantia cupiditatum, cum sc. eae luxae s. solutae sunt, ἀσωτία, ἀκράτεια: circa victum et vestitum inprimis, proprie profusa impensa. Sic in victu, Luxuriosorum principes, ex Graecis quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»