Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ακούω

  • 81 приклонить

    -оню, -онишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω•

    приклонить ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη.

    || κλίνω, γέρνω•

    приклонить голову к плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.

    εκφρ.
    голову (главу) приклонить – έχω που την κεφαλήν κλίναι•
    негде (некуда) голову (главу) приклонить – δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στήριγμα)•
    приклонить слух (ухо) – τεντώνω το αυτί να ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσεχτικά).
    λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. приклонить книзу κάμπτομαι προς τα κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > приклонить

  • 82 прислушаться

    ρ.σ.
    1. αφουγκράζομαι, αυτιά-ζομαι, τεντώνω τ αυτί ή τ αυτιά.
    2. μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•

    прислушаться к советам друга ακούω τις συμβουλές του φίλου.

    3. συνηθίζω (για ήχο κ.τ.τ.)• прислушаться к шуму улицы συνηθίζω στο θόρυβο του δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > прислушаться

  • 83 прослушивать

    ρ.δ.
    βλ. прослушать.
    ακούω. || ακροώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > прослушивать

  • 84 прослышать

    -шу, -шишь
    ρ.σ. ακούω• μαθαίνω, πληροφορούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > прослышать

  • 85 радио

    ουδ. άκλ. ράδιο, ραδιόφωνο•

    слушать радио ακούω ράδιο•

    работать по радио διορθώνω ράδια: включишь радио βάζω το ράδιο•

    выключить радио σβήνω το ράδιο.

    Большой русско-греческий словарь > радио

  • 86 развесить

    ρ.σ.μ. ζυγίζω (σε πολλά μέρη)•

    развесить сахар, муку ζυγίζω ζάχαρη, αλεύρι.

    ρ.σ.μ. κρεμώ, αναρτώ (σε πολλά μέρη). || κρεμώ, γέρνω•

    развесить ветви κρεμώ τα χλωνάρια.

    εκφρ.
    развесить ушиειρν. στήνω το αυτί, ακούω προσεχτικά.
    κρέμομαι, γέρνω.

    Большой русско-греческий словарь > развесить

  • 87 расслышать

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ. ακούω καλά, καθαρά.

    Большой русско-греческий словарь > расслышать

  • 88 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

  • 89 склонить

    склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•

    склонить голову γέρνω το κεφάλι.

    2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.
    3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•
    αποδράσει.
    εκφρ.
    склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•
    склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•
    склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.
    2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•

    солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.

    || στρέφομαι, γυρίζω•

    разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.

    || συμμερίζομαι•

    склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.

    3. πείθομαι• συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > склонить

  • 90 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

  • 91 слыхать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слыханный, βρ: -хан, -а, -о.
    1. βλ. слышать.
    2. βλ. слышно (2, 3 σημ.)
    3. (παρνθ. λ.) όπως ακούεται ή λέγεται•

    ты слыхать, за новую работу принялся εσύ, όπως ακούω, έπιασες καινούρια δουλειά.

    εκφρ.
    слыханное (слыхано) ли дело – (απλ.) ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα (απίθανο)•
    где это слыхано – που ακούστηκε αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > слыхать

  • 92 слышно

    επίρ.
    1. ακουστικά• ακουστά•

    жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.

    2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•

    отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•

    мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•

    никого не слышно δεν ακούεται κανένας•

    -вам, что говорят? ακούτε τι λένε;

    3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•

    о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•

    что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•

    что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;

    4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > слышно

  • 93 совесть

    θ.
    συνείδηση•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση•

    спокоиная совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    εκφρ.
    свобода -и – ελευθερία συνείδησης•
    на совесть делать что – α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)•
    не за страх, а за совесть делать что – όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση κάνω κάτι•
    идти против -и – πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση•
    надо иметь совесть – πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι ασυνείδητος)•
    для очистки -и – για να έχω καθαρή τη συνείδηση•
    по -и сказать и по -иговоря – για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά•
    примириться со своей -ью – συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης).

    Большой русско-греческий словарь > совесть

  • 94 сон

    сна α.
    1. ύπνος•

    пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•

    спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•

    неспокойный сон το κακουπνι•

    меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•

    крпкий сон βαθύς ύπνος•

    я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•

    погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•

    со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•

    сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•

    отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).

    || νάρκη.
    2. όνειρο•

    страшный сон τρομακτικό όνειρο•

    толковать сны εξηγώ το όνειρα•

    верить в сны πιστεύω στα όνειρα.

    || ονειροφαντασία•

    всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.

    εκφρ.
    приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•
    сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•
    спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•
    спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•
    восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•
    ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•
    ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•
    сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου.

    Большой русско-греческий словарь > сон

  • 95 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 96 уследить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услеженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.
    1. παρακολουθώ άγρυπνα, επαγρυπνώ. || παρακολουθώ, ακούω προσεχτικά•

    уследить рассказ παρακολουθώ προσεχτικά το διήγημα.

    2. παρατηρώ, διακρίνω• ξεχωρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > уследить

  • 97 хлопать

    ρ.δ.
    1. χτυπώ, κροτώ• κρούω•

    хлопать две-рьго κλείνω την πόρτα με κρότο•

    -ют пробки κροτούν τα πώματα•

    -ют гранаты κροτούν οι χειροβομβίδες•

    хлопать рукой по столу χτυπώ το χέρι πάνω στο τραπέζι.

    2. χειροκροτώ. || παράγω χαρακτηριστικό κρότο: χλαπ, πλαπ.
    3. (απλ.)• σκοτώνω, χτυπώ•

    на охоте брат -ал дня зайца στο κυνήγι, ο αδερφός χτύπησε δυο λαγούς.

    4. μτφ. πίνω, σουρώνω, τσούζω.
    εκφρ.
    хлопать глазами – α) σκαρδαμύσσω από αμηχανία. β) σιγώ, δεν εέρω τι να απαντήσω•
    хлопать ушами – (απλ.) ακούω χωρίς να καταλαβαίνω τίποτε, από το ένα αυτί μπαίνουν και, από τ άλλο βγαίνουν.

    Большой русско-греческий словарь > хлопать

См. также в других словарях:

  • ἁκούω — ἀκούω , ἀκούω hear pres subj act 1st sg ἀκούω , ἀκούω hear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — ακούω, άκουσα βλ. πίν. 83 Σημειώσεις: ακούω, ακούγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση κατά το αποκλείω (βλ. πίν. 40 , 41 ). Π.χ. άκουα γέλια (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 46), ακούονταν γέλια και χειροκροτήματα (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 51) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀκούω — hear pres subj act 1st sg ἀκούω hear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'κούω — ἀκούω , ἀκούω hear pres subj act 1st sg ἀκούω , ἀκούω hear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρακούω — ακούω λίγο, όχι καλά, μόλις ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ακούω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκούσατε — ἀκούω hear aor imperat act 2nd pl ἀ̱κούσατε , ἀκούω hear aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀκούω hear aor ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσουσι — ἀκούω hear aor subj act 3rd pl (epic) ἀκούω hear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκούω hear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσουσιν — ἀκούω hear aor subj act 3rd pl (epic) ἀκούω hear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκούω hear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούῃ — ἀκούω hear pres subj mp 2nd sg ἀκούω hear pres ind mp 2nd sg ἀκούω hear pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»