-
1 баянист
-
2 гармонист
-
3 гармонист
гармонистм ὁ ἀκορντεονίστας. -
4 тапер
таперм ὁ πιανίστας, ὁ ἀκορντεονίστας (πού παίζει σέ χορευτική βραδιά). -
5 аккордеонист
[ακκαρντιονίστ] ουσ. α. ακορντεονίστας -
6 гармонист
[γκαρμανίστ] ουσ. α. ακορντεονίστας -
7 аккордеонист
[ακκαρντιονίστ] ουσ α ακορντεονίστας -
8 гармонист
[γκαρμανίστ] ουσ α ακορντεονίστας
См. также в других словарях:
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek