-
1 оттачивать
оттачиватьнесов1. ἀκονίζω, τροχίζω, ἀκονώ/ ὀξύνω (заострять):\оттачивать топо́р ἀκονίζω τό τσεκούρι· \оттачивать оружие ἀκονίζω τά ὀπλα· \оттачивать карандаш ξύνω τό μολύβι·2. перен (стиль) τορνεύω. -
2 точить
точить (заострять) ακονίζω; \точить карандаш ξύνω το μολύβι* * *( заострять) ακονίζωточи́ть каранда́ш — ξύνω το μολύβι
-
3 направлять
направлятьнесов1. ὀδηγῶ, κατευθύνω; \направлять Ду́ло пистолета κατευθύνω τήν κάνη τοῦ πιστολιού· \направлять внимание στρέφω τήν προσοχή· \направлять разговор в определенное ру́сло κατευθύνω τήν συζήτηση σέ ὁρισμένο κανάλι·2. (посылать) στέλνω, στέλλω:\направлять больного в больницу στέλνω τόν ἄρρωστο στό νοσοκομείο· \направлять заявление στέλνω αίτηση· \направлять на работу στέλνω στή δουλειά·3. (оттачивать) ἀκονίζω:\направлять бритву ἀκονίζω τό ξουράφι· ◊ \направлять путь κατευθύνομαι. -
4 заточить
заточить 1-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заточенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ. παλ. κλείνω στη φυλακή, στο μοναστήρι κ.τ.τ.заточить 2-очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заточенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω. || ξύνω, κάνω τι αιχμηρό•-карандаш ξύνω το μολύβι.
2. αρχίζω να τροχίζω, να ακονίζω. -
5 направить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•
направить судно κατευθύνω το σκάφος•
направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•
направить внимание στρέφω την προσοχή•
направить взоры στρέφω τα βλέμματα•
направить разговор γυρίζω την κουβέντα.
|| συγκεντρώνω•направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.
2. στέλλω•направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•
направить на работу στέλλω στη δουλειά•
направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).
|| υποβάλλω προς•направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.
3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•направить бритву ακονίζω το ξυράφι.
εκφρ.направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι. -
6 наточить
наточить 1-очу, -очишъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наточенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.τροχίζω, ακονίζω•наточить бритву ακονίζω το ξυράφι,• наточить десяток ножей τροχίζω μια όεκάδα μα-Χμίρια.
ακονίζομαι, τροχίζομαι.наточить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. наточить). διαλκ. κάνω να εκρεύσει, να τρέξει, να στάξει.συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι πέφτοντας η εκρέοντας. -
7 переточить
-точу, -точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переточенный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ.1. ξανατροχίζω, ακονίζω ξανά.2. τροχίζω, ακονίζω (όλα, πολλά)•переточить все ножницы τροχίζω όλα τα ψαλίδια.
3. παρατροχίζω. -
8 точить
точить 1точу, точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. точенный βρ: -чен, -а, -оρ.δ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω•точить косу τροχίζω την κοσιά•
точить бритву ακονίζω το ξυράφι.
|| ξύνω•точить карандаш ξύνω το μολυβί.
2. τορνεύω, φτιάχνω στον τόρνο. || κατασκευάζω, σκαλίζω, λαξεύω.3. (για έντομα) φθείρω, τρώγω, τρυπώ.4. μτφ. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ.5. μαλώνω διαρκώς.εκφρ.точить нож на кого – σκευωρώ εναντίον κάποιου, σκέτομαι να βλάψω κάποιον•червь -ит его – τον τρώει το σαράκι (τον κατατρύχει η σκέψη, η ιδέα).1. τροχίζομαι, ακονίζομαι.2. τορνεύομαι. || κατασκευάζομαι, πελεκιέμαι.точить 2точу, точишь ρ.δ.μ. παλ. χύνω•точить слёзы χύνω δάκρυα•
точить кровь χύνω αίμα.
|| διαχέω, σκορπώ•точить свет διαχέω φως.
χύνομαι. || διαχέομαι. -
9 заострять
1. (делать острым) ακονίζω, τροχίζω, οξύνω, κάνω αιχμηρό 2. (подчёрки-вать, резче обозначать) τονίζω, εστιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заострять
-
10 затачивание
(металлорежущего инструмента) το ακόνισμα, το τορνίρισμα, το τρόχισμα-ть ακονίζω, τορνίρωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затачивание
-
11 отбить
1. (отколоть, отделить от чего-л.) σπάζω, διασπώ 2. (выпрямить и заострить лезвие, ударяя по нему молотком) ακονίζω μέσω σφυρηλασίας/σφυρηλάτησης 3. (линию, направление) χαράσσω/χαράζω (την γραμμή, κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбить
-
12 оттачивание
το τρόχισμα, το ακόνισμα-ть τροχίζω, ακονίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оттачивание
-
13 точить
1. (затачивать) ακονίζω, τροχίζω 2. (обтачивать на токарном станке) τορνεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точить
-
14 выправлять
выправлятьнесоз.1. (выпрямлять) ἀνορθώνω, στήνω ὄρθιο[ν], ἰσιάζω·2. (исправлять, улучшать) διορθώνω:\выправлять корректуру διορθώνω τυπογραφικό δοκίμιο, ἐλ-Υχω τίς διορθώσεις·3. (бритву, лезвие) ἀκονίζω. -
15 заострить
заостритьсов, заострять несов1. ἀκονίζω, τροχίζω, (ό)ξύνω:\заострить карандаш ξύνω τό μολύβι·2. перен ὁξύνω, τονίζω:\заострить вопрос τονίζω τό ζήτημα· \заострить внимание ἐφιστώ τήν προσοχή. -
16 источить
источитьсов τροχίζω, ἀκονίζω, источник м1. прям., перен ἡ πηγή:минеральный \источить ἡ μεταλλική πηγή· нефтяной \источить ἡ πετρελαιοπηγή· \источить света πηγή φωτός· \источить заработка οίκονομικός πόρος· из достоверных \источитьов ἀπό ἔγκυρη πηγή·2. (письменный памятник) οἱ πηγές:ссылка на \источитьи παραπομπή ἀναφορά στίς πηγές. -
17 обтачивать
обтачиватьнесов ἀκονίζω:\обтачивать на станке τορνεύω, φτιάχνω στον τόρνο. -
18 острить
острить Iнесов (заострять) ἀκονίζω, τροχίζω.острить IIнесов (говорить остроты) εὐφυολογῶ, κάνω πνεῦμα, λέγω καλαμπούρια:\острить на чей-л. счет κοροϊδεύω κάποιον, χωρατεύω σέ βάρος κάποιου. -
19 остро
остронареч κοπτερά, σουβλερά:\остро наточить ἀκονίζω καλά. -
20 подтачивать
подтачиватьнесов1. ἀκονίζω, ἀκονῶ λιγάκι:\подтачивать карандаш ξύνω τό μολύβι·2. (разъедать, повреждать) περιτρώγω, ροκανίζω, διαβιβρώσκω·3. перен (здоровье, силы) φθείρω, λυώνω.
См. также в других словарях:
ακονίζω — ακονίζω, ακόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
ακονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. τροχίζω: Έδωσε τα μαχαίρια να ακονιστούν. 2. ασκώ, οξύνω το νου κάποιου: Τα μαθηματικά ακονίζουν το μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προακονώ — άω, Α ακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκονῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
προθήγω — Α ακονίζω κάτι προηγουμένως ή ακονίζω κάτι στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] … Dictionary of Greek
ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] … Dictionary of Greek
εξακονίζω — και ξακονίζω [ακονίζω] ακονίζω, τροχίζω … Dictionary of Greek
καταθήγω — (Α) ακονίζω, τροχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
λιμάρω — 1. ρινίζω, ακονίζω, ξύνω κάτι με τη λίμα 2. μτφ. φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limare «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
παραθήγω — ΜΑ 1. διεγείρω, ερεθίζω 2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.) αρχ. ακονίζω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
παραστομώ — όω, Μ κάνω κάτι οξύ, κοφτερό, ακονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek