Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αιχμάλωτος

  • 21 военнопленный

    [*][βαιενναπλάέννυϊ) ουσ α αιχμάλωτος πολέμου

    Русско-эллинский словарь > военнопленный

  • 22 военнопленный

    -ого α. αιχμάλωτος πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > военнопленный

  • 23 невольник

    α., -ца, -ы θ.
    1. δούλος, σκλάβος•

    торговля -ами εμπόριο δούλων, δουλεμπόριο.

    2. αιχμάλωτος φυλακισμένος, εγκάθειρκτος, συλληφθείς.
    3. μτφ. υποχείριος, υπόδουλος, δέσμιος.

    Большой русско-греческий словарь > невольник

  • 24 плен

    -а, προθτ. о плене, в плену α.
    1. αιχμαλωσία, -ώτιση, -σμός•

    взять в плен αιχμαλωτίζω•

    попасть в плен αιχμαλωτίζομαι•

    нэхо-диться в -у είμαι (βρίσκομαι) αιχμάλωτος, σε αιχμαλωσία.

    2. μτφ. κυρίευση, κατοχή, κυριαρχία•

    освободиться от -а предрассудков, απελευτερώνομαι από την κυριαρχία των προλήψεων.

    Большой русско-греческий словарь > плен

  • 25 полоняник

    κ. полонянин
    -а, πλθ. -няне,
    нян α. παλ. αιχμάλωτος.

    Большой русско-греческий словарь > полоняник

  • 26 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 27 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

  • 28 шпага

    θ.
    ξίφος• λόγχη•

    обнажить -у ξιφουλκώ.

    εκφρ.
    отдать -у – παραδίνω το ξίφος (παραδέχομαι την ήττα μου• παραδίνομαι αιχμάλωτος)•
    продать -у – προδίνω το ξίφος (περνώ με το μέρος του εχθρού).

    Большой русско-греческий словарь > шпага

  • 29 язык

    α.
    1. η γλώσσα•

    коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•

    лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.

    || (φαγητό)•

    -и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.

    2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•

    древние -и οι αρχαίες γλώσσες•

    русский язык η ρωσική γλώσσα•

    греческий язык η ελληνική γλώσσα•

    литературный язык η φιλολογική γλώσσα•

    поэтический язык η ποιητική γλώσσα•

    народный язык η δημοτική γλώσσα•

    разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•

    мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.

    3.πλθ. λαοί, λαάτητες.
    4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.
    5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•

    огненные -и πύρινες γλώσσες•

    язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.

    εκφρ.
    язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•
    язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•
    язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•
    язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•
    держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•
    у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•
    язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•
    чесать -омβλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•
    это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•
    язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > язык

  • 30 Bondman

    subs.
    P. and V. δοῦλος, ὁ, οἰκέτης, ὁ, Ar. and V. δμώς, ὁ; see Slave.
    Villein: P. θής, ὁ, P. and V. πενέστης, ὁ.
    Prisoner of war: P. and V. αἰχμλωτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bondman

  • 31 Prisoner

    subs.
    P. and V. δεσμώτης, ὁ, or use adj., Ar. and V. δέσμιος.
    Prisoners: P. οἱ δεδεμένοι.
    Prisoner of war: use adj., P. and V. αἰχμλωτος, V. δουρληπτος, δορίκτητος, δῃλωτος, P. δοριάλωτος (Isoc.).
    fem., V. αἰχμαλωτς.
    Of prisoners, adj.: V. αἰχμαλωτικός.
    Take prisoner, v.: P. ζωγρεῖν (acc.).
    The rest of the population was recovered by the Olynthians through an exchange of prisoners: P. τὸ ἄλλο ἐκομίσθη ὑπʼ λυνθίων ἀνὴρ ἀντʼ ἀνδρὸς λύθεις (Thuc. 5, 3).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prisoner

  • 32 War

    subs.
    P. and V. πόλεμος, ὁ, Ar. and V. Ἄρης, ὁ (α, rarely α); see Hostility.
    The Persian War: P. τὰ Μηδικά (Thuc. 1, 97).
    Of war, adj.: P. πολεμικός, Ar. and P. πολεμιστήριος, V. ρείφατος.
    War chariot, subs.; P. ἅρμα πολεμιστήριον (Plat.).
    Ship of war: P. and V. ναῦς μακρά, ἡ, P. πλοῖον μακρόν, τό.
    Wage war, v.: P. and V. πολεμεῖν; see war, v.
    Wage war against: P. and V. πολεμεῖν (dat., or πρός, acc.), P. ἀντιπολεμεῖν (dat. or absol.), προσπολεμεῖν (absol.).
    Desire war: P. πολεμησείειν.
    Join in waging war: P. συμπολεμεῖν (absol., or with dat., or μετά, gen.).
    Go to war: P. εἰς πόλεμον καθίστασθαι; see take the field, under Field.
    Crush by war: P. καταπολεμεῖν (acc.).
    More difficult to make war upon: P. χαλεπώτεροι προσπολεμεῖν (Thuc. 7, 51).
    Take prisoner in war: P. ζωγρεῖν (acc.).
    Prisoner of war: see adj., P. and V. αἰχμλωτος, V. δουρληπτος, δορίκτητος, δῃλωτος, P. δοριάλωτος (Isoc.); see under Prisoner.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. πολεμεῖν, V. αἰχμάζειν.
    War with: P. and V. πολεμεῖν (dat., or πρός, acc.); see wage war against, under war, subs.
    Contend with: P. and V. μχεσθαι (dat., or πρός, acc.); see Contend.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > War

  • 33 captive

    1) αιχμάλωτος
    2) δέσμιος

    English-Greek new dictionary > captive

  • 34 jeniec

    1) αιχμάλωτος
    2) δέσμιος
    3) φυλακισμένος

    Słownik polsko-grecki > jeniec

См. также в других словарях:

  • αἰχμάλωτος — taken by the spear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • αιχμάλωτος — η, ο 1. αυτός που πιάστηκε από τον εχθρό: Τη μέρα εκείνη ο λόχος μας έπιανε τους πρώτους αιχμαλώτους. 2. υποταγμένος σε άλλον, γοητευμένος: Είχε καταντήσει αιχμάλωτος του προσώπου αυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • αἰχμάλωτον — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc sg αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλώτοις — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλώτου — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλώτους — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλώτων — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλώτῳ — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμάλωτα — αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»