-
1 φοινισσω
1) обагрять (кровью)(πόντον αἵματι Her.; σφάγια Eur.)
μάστιγι νῶτα φοινιχθείς Soph. — с окровавленной бичом спиной2) делать пурпурным, покрывать румянцем(φοινίσσουσα παρῇ δ΄ αἰσχύνᾳ Eur.)
χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theocr. — кожа покраснела у меня от боли3) краснеть, румяниться(ὄψει φοινίξαντα μόρον Soph.)
См. также в других словарях:
αἰσχύνα — αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc/acc dual αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχύνᾳ — αἰσχύ̱νᾱͅ , αἰσχύνη shame fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… … Dictionary of Greek