-
1 скабрезный
скабрезныйприл αίσχρολόγος, ἀρσί-ζικος, σόκιν. -
2 похабник
-а α.-ца, -ы θ.χυδαιολόγος, βωμολόχος, αισχρολόγος. -
3 похабный
επ., βρ: -бен, -бна, -о(απλ.) χυδαιολάγος, βωμολόχος, κοπρολόγος, αισχρολόγος, αχρειολόγος, κοπρόστομος. -
4 сквернослов
-а α.αισχρόλογος, χυδαιολόγος, βωμολόχος, αχρειολόγος, κοπρολόγος.
См. также в других словарях:
αἰσχρολόγος — foul mouthed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] … Dictionary of Greek
αἰσχρολόγον — αἰσχρολόγος foul mouthed masc/fem acc sg αἰσχρολόγος foul mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρολόγως — αἰσχρολόγος foul mouthed adverbial αἰσχρολόγος foul mouthed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρολόγοι — αἰσχρολόγος foul mouthed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρολόγου — αἰσχρολόγος foul mouthed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρολόγους — αἰσχρολόγος foul mouthed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρολόγων — αἰσχρολόγος foul mouthed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek