-
1 нечестный
-
2 позорный
-
3 скверный
скверн||ыйприл ἀπαίσιος, αίσχρός, ἀπρεπής:\скверный человек αίσχρός ἄνθρωπος· \скверныйая погода ὁ ἀπαίσιος καιρός, -
4 дурной
επ., βρ: дурен к. απλ. дурн, дурна, -но.1. κακός, άσχημος, απεχθής, αποκρουστικός•дурной почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας•
дурной зипах άσχημη μυρουδιά, κακοσμία•
-ые привычки κακές συνήθειες•
-ые манеры άσχημοι τρόποι συμπεριφοράς.
2. αισχρός, ανήθικος•дурной поступок κακή διαγωγή•
дурной человек αισχρός άνθρωπος•
-ая женщина αισχρή γυναίκα•
-ые наклонности κακές κλίσεις (τάσεις).
3. δυσάρεστος•-ая примета κακό σημάδι•
-бе настроение κακή διάθεση•
дурной сон άσχημο όνειρο•
-ые вести κακά μαντάτα•
-ое предчувствие κακή προαίσθηση.
4. δυσειδής, κακόμορφος, δΰσμορφος• ασχημομούρης,5. κουτός, βλάκας.εκφρ.кричать (визжать, вскрикивать – κ.τ.τ.) -ым голосом βγάζω στρίγγλες φωνές•не будь дурн (дурна) – μην είσαι |κουτός•- ая болезнь – αφροδίσιο νόσημα. -
5 Dirty
adj.Muddy, turbid: P. and V. θολερός, P. βορβορώδης, πηλώδης.Of weather: P. χειμέριος.met., base, mean: P. and V. αἰσχρός, φαῦλος.Foul: P. and V. αἰσχρός.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dirty
-
6 безобразный
безобраз||ныйприл1. (уродливый) ἀσχημος, δύσμορφος, ἀπαίσιος;2. (возмутительный) ἐπαίσχυντος, ἀπρεπής, ἀἰσχρός. -
7 бесстыдный
бесстыд||ныйприл ἀδιάντροπος, ἀναιδής, ἀναίσχυντος, αίσχρός. -
8 бесчестный
бесчест||ныйприл ἀτιμος, αίσχρός. -
9 гадкий
гадкийприл σιχαμένος, κακοήθης, αίσχρός:\гадкий человек ὁ παληάνθρωπος· \гадкий поступок ἡ αίσχρή πράξη, ἡ κακοήθεια. -
10 гнусный
гну́сн||ыйприл ἄτιμος, αίσχρός, πρόστυχος/ ποταπός (низкий). -
11 непристойный
непристойн||ыйприл αίσχρός, πρόστυχος, ἄσεμνος, ἄκοσμος. -
12 нечестный
нечестн||ыйприл ἀτιμος, κακοήθης, ἀισχρός:\нечестныйый человек ὁ ἄτιμος ἄνθρωπος· \нечестныйый поступок ἡ αίσχρή πράξη [-ις], ἡ ἀτιμία. -
13 нечистоплотный
нечистоплотныйприл1. ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, βρωμερός·2. перен αίσχρός, πρόστυχος. -
14 похабный
похабныйприл χυδαίος, αίσχρός, κακοήθης. -
15 сальный
са́льн||ыйприл1. (из сала) στεάτινος:\сальныйая свеча τό σπερ-ματσέτο, τό στεατοκήριο[ν]·2. (запачканный салом) λιγδιασμένος, λαδωμένος, λιπαρός, λιπώδης:\сальныйые пятна οἱ λαδιές, λεκέδες ἀπό λίπος, οἱ λιγδιές·3. (непристойный, грубо-циничный) αίσχρός, ἀσεμνος, σόκιν ◊ \сальныйые железы анат. οἱ στεατογόνοι ἀδένες. -
16 atrocious
[ə'trəuʃəs]1) (very bad: Your handwriting is atrocious.) αισχρός, κάκιστος2) (extremely cruel: an atrocious crime.) βάρβαρος, απάνθρωπος, ωμός•- atrocity -
17 bawdy
['bo:di](vulgar and coarse: bawdy jokes.) αισχρός -
18 dirty
1) (not clean: dirty clothes.) βρώμικος2) (mean or unfair: a dirty trick.) βρώμικος3) (offensive; obscene: dirty books.) αισχρός4) ((of weather) stormy.) παλιόκαιρος -
19 disgraceful
adjective (very bad or shameful: disgraceful behaviour; The service in that hotel was disgraceful.) αισχρός -
20 smutty
adjective ((of a conversation, film etc) indecent: vulgar: He could not be prevented from telling smutty stories.) αισχρός,βρώμικος
См. также в других словарях:
αἰσχρός — causing shame masc nom sg αἰσχρός causing shame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό ανήθικος, φαύλος: Το φέρσιμό του ήταν αισχρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσχρότερον — αἰσχρός causing shame adverbial comp αἰσχρός causing shame masc acc comp sg αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc comp sg αἰσχρός causing shame adverbial comp αἰσχρός causing shame masc acc comp sg αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροτάτων — αἰσχρός causing shame fem gen superl pl αἰσχρός causing shame masc/neut gen superl pl αἰσχρός causing shame fem gen superl pl αἰσχρός causing shame masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροτέραις — αἰσχρός causing shame fem dat comp pl αἰσχροτέρᾱͅς , αἰσχρός causing shame fem dat comp pl (attic) αἰσχρός causing shame fem dat comp pl αἰσχροτέρᾱͅς , αἰσχρός causing shame fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροτέρων — αἰσχρός causing shame fem gen comp pl αἰσχρός causing shame masc/neut gen comp pl αἰσχρός causing shame fem gen comp pl αἰσχρός causing shame masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρά — αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc pl αἰσχρά̱ , αἰσχρός causing shame fem nom/voc/acc dual αἰσχρά̱ , αἰσχρός causing shame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρόν — αἰσχρός causing shame masc acc sg αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc sg αἰσχρός causing shame masc/fem acc sg αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρότατα — αἰσχρός causing shame adverbial superl αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc superl pl αἰσχρός causing shame adverbial superl αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρότατον — αἰσχρός causing shame masc acc superl sg αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc superl sg αἰσχρός causing shame masc acc superl sg αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)