-
1 αιματηρός
-
2 αἱματηρός
-
3 αἱματηρός
A bloodstained, (lyr.); ; ὄμμα bloodshot, Id.IA 381; φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ..δρυός, i.e. ἀφ' αἵματος καὶ δρυός, fed by the blood of the victim and the wood, S.Tr. 766: esp. bloody, murderous, πνεῦμα A Eu. 137;τεῦχος Id.Ag.815
;θηγάναι Id.Eu.859
;ὀμμάτων διαφθοραί S.OC 552
; στόνος caused by the blood-reeking wound, Id.Ph. 694 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματηρός
-
4 αιματηρός
bloodyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αιματηρός
-
5 αιματηρά
αἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc plαἱματηρά̱, αἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc /acc dualαἱματηρά̱, αἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)αἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc pl -
6 αἱματηρά
αἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc plαἱματηρά̱, αἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc /acc dualαἱματηρά̱, αἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)αἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc pl -
7 αιματηρόν
αἱματηρόςbloodstained: masc acc sgαἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc sgαἱματηρόςbloodstained: masc /fem acc sgαἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc sg -
8 αἱματηρόν
αἱματηρόςbloodstained: masc acc sgαἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc sgαἱματηρόςbloodstained: masc /fem acc sgαἱματηρόςbloodstained: neut nom /voc /acc sg -
9 αιματηρών
αἱματηρόςbloodstained: fem gen plαἱματηρόςbloodstained: masc /neut gen plαἱματηρόςbloodstained: masc /fem /neut gen pl -
10 αἱματηρῶν
αἱματηρόςbloodstained: fem gen plαἱματηρόςbloodstained: masc /neut gen plαἱματηρόςbloodstained: masc /fem /neut gen pl -
11 αιματηροτέροις
αἱματηρόςbloodstained: masc /neut dat comp plαἱματηρόςbloodstained: masc /neut dat comp pl -
12 αἱματηροτέροις
αἱματηρόςbloodstained: masc /neut dat comp plαἱματηρόςbloodstained: masc /neut dat comp pl -
13 αιματηρού
-
14 αἱματηροῦ
-
15 αιματηροί
-
16 αἱματηροί
-
17 αιματηρούς
-
18 αἱματηρούς
-
19 αιματηρώ
-
20 αἱματηρῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἱματηρός — bloodstained masc nom sg αἱματηρός bloodstained masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… … Dictionary of Greek
αιματηρός, -ή — ό 1. γεμάτος αίμα: Σήμερα ο άρρωστος είχε αιματηρά φλέγματα. 2. αυτός που κάνει να τρέξει αίμα: Η σύγκρουση ήταν αιματηρή. 3. ο υπερβολικά πιεστικός: Τον τελευταίο καιρό κάνουμε αιματηρές οικονομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱματηρά — αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc/acc dual αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρόν — αἱματηρός bloodstained masc acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg αἱματηρός bloodstained masc/fem acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῶν — αἱματηρός bloodstained fem gen pl αἱματηρός bloodstained masc/neut gen pl αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροτέροις — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροί — αἱματηρός bloodstained masc nom/voc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροῦ — αἱματηρός bloodstained masc/neut gen sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρούς — αἱματηρός bloodstained masc acc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῷ — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)