-
101 αιδόας
-
102 αἰδόας
-
103 αιδόε
-
104 αἰδόε
-
105 αιδόι
-
106 αἰδόι
-
107 αιδόος
-
108 αἰδόος
-
109 αιδώ
-
110 αἰδώ
-
111 152
{сущ., 6}1. стыд (чувство), позор, бесславие;3. осрамление, посрамление, постыдное поведение.Ссылки: Лк. 14:9; 2Кор. 4:2; Флп. 3:19; Евр. 12:2; Иуд. 1:13; Откр. 3:18. LXX: 1322 (תשֶׁבֺּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 152
-
112 αἰσχύνη
{сущ., 6}1. стыд (чувство), позор, бесславие;3. осрамление, посрамление, постыдное поведение.Ссылки: Лк. 14:9; 2Кор. 4:2; Флп. 3:19; Евр. 12:2; Иуд. 1:13; Откр. 3:18. LXX: 1322 (תשֶׁבֺּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἰσχύνη
-
113 αισχύνη
{сущ., 6}1. стыд (чувство), позор, бесславие;3. осрамление, посрамление, постыдное поведение.Ссылки: Лк. 14:9; 2Кор. 4:2; Флп. 3:19; Евр. 12:2; Иуд. 1:13; Откр. 3:18. LXX: 1322 (תשֶׁבֺּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αισχύνη
-
114 1791
{сущ., 2}стыд, позор (1Кор. 6:5; 15:34).▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1791
-
115 ἐντροπή
{сущ., 2}стыд, позор (1Кор. 6:5; 15:34).▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐντροπή
-
116 εντροπή
{сущ., 2}стыд, позор (1Кор. 6:5; 15:34).▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εντροπή
-
117 4997
{сущ., 3}благоразумие, сдержанность, здравый смысл, воздержание, целомудрие, рассудительность.Ссылки: Деян. 26:25; 1Тим. 2:9, 15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4997
-
118 σωφροσύνη
{сущ., 3}благоразумие, сдержанность, здравый смысл, воздержание, целомудрие, рассудительность.Ссылки: Деян. 26:25; 1Тим. 2:9, 15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωφροσύνη
-
119 σωφροσύνη
{сущ., 3}благоразумие, сдержанность, здравый смысл, воздержание, целомудрие, рассудительность.Ссылки: Деян. 26:25; 1Тим. 2:9, 15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωφροσύνη
-
120 ἄνθρωπος
aσκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —γινώσκομεν P. 3.112
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —I gods. —θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
“ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.III animals.πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳνοῆσαι N. 5.18
d woman “ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33
См. также в других словарях:
Αἰδῶς — αἰδώς reverence fem acc pl αἰδώς reverence fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰδώς reverence fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰδώς — reverence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδώς — reverence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀιδῶς — ἀϊδῶς , ἀιδής unseen adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
αἰδῶς — αἰδώ fem acc pl αἰδώ fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰδώ fem gen sg (doric aeolic) αἰδώς reverence fem acc pl αἰδώς reverence fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰδώς reverence fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδώς — η ούς, ντροπή, σεβασμός, σεμνότητα, κυρίως στη φράση: «προσβολή της δημοσίας αιδούς» (προσβολή του αισθήματος για την ντροπή που έχουν σ έναν τόπο οι περισσότεροι άνθρωποι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰδὼς δ’ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένῳ ἀνδρὶ κομίζει. — См. Стыдливый из за стола голодный встает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. — ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. См. Где страх, тут и благочестие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αἰδοῖ — αἰδώς reverence fem voc sg αἰδώς reverence fem dat sg αἰδώς reverence fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)