Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αηδία

  • 1 ikrah

    αηδία, σιχαμάρα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ikrah

  • 2 istikrah

    αηδία, αποστροφή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > istikrah

  • 3 tiksindirme

    αηδία, απέχθεια

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tiksindirme

  • 4 tiksinilme

    αηδία, απέχθεια, σιχαμάρα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tiksinilme

  • 5 отвращение

    отвращение с η αποστροφή, η σιχαμάρα, η αηδία· питать \отвращение σιχαίνομαι· вызывать \отвращение προκαλώ αηδία
    * * *
    с
    η αποστροφή, η σιχαμάρα, η αηδία

    пита́ть отвраще́ние — σιχαίνομαι

    вызыва́ть отвраще́ние — προκαλώ αηδία

    Русско-греческий словарь > отвращение

  • 6 омерзение

    ουδ.
    αηδία, αποτροπιασμός, βόελυγμία, σιχασιά•

    до -я μέχρι αηδίας•

    внушить омерзение εμπνέω (προξενώ) αηδία•

    испитывать омерзение αισθάνομαι αηδία, σιχαίνομαι•

    с -ем με αηδία, σιχαμερά.

    Большой русско-греческий словарь > омерзение

  • 7 отвращение

    отвращение
    с ἡ ἀηδία, ὁ σιχαμός, ἡ ἀπέχθεια, ἡ ἀποστροφή:
    питать \отвращение к че-му́-л. αἰσθάνομαι ἀπέχθεια γιά κάτι, ἀπεχθάνομαι, σιχαίνομαι· вызывать \отвращение προκαλώ ἀηδία· внушать \отвращение προξενώ ἀηδία

    Русско-новогреческий словарь > отвращение

  • 8 претить

    претить
    несов безл προξενώ ἀηδία:
    это мне претит μοῦ προξενεί ἀηδία.

    Русско-новогреческий словарь > претить

  • 9 противно

    противно I
    предлог с дат. п. (против) ἐναντίον, ἀντίθετα, ἐνάντια:
    это \противно логике εἶναι ἀντίθετο μέ τή λογΐκή[ν].
    противно II
    1. предик безл εἶναι ἀη-δία, εἶναι σίχαμα:
    \противно смотреть εἶναι ἀηδία νά τό βλέπει κανείς· мне \противно αίσθάνο-μαι ἀηδία·
    2. нареч ἄσχημα, σιχαμερά:
    \противно пахнет μυρίζει ἄσχημα.

    Русско-новогреческий словарь > противно

  • 10 disgust

    1. verb
    (to cause feelings of dislike or sickness in: The smell of that soup disgusts me; She was disgusted by your behaviour.) προξενώ αηδία
    2. noun
    (the state or feeling of being disgusted: She left the room in disgust.) αηδία
    - disgustingly

    English-Greek dictionary > disgust

  • 11 противно

    επίρ.
    παρά, κατ αντίθεση•

    противно привычке παρά τη συνήθεια.

    επίρ. κ. ως κατηγ. αντίθετα, παρά•

    поступать противно требеваниям разума φέρομαι (ενεργώ) αντίθετα απ ό,τι υπαγορεύει η λογική.

    || ως κατηγ. είναι αντιπαθητικό, συ-χαμερό, αηδία•

    противно смотреть είναι αηδιαστικό να βλέπεις•

    мне противно μου προξενεί αηδία, απεχθάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > противно

  • 12 брезгливость

    брезг||ли́вость
    ж ὁ σιχαμός, ἡ σιχασιά, ἡ ἀπέχθεια, ἡ ἀηδία.

    Русско-новогреческий словарь > брезгливость

  • 13 внушать

    внушать
    несов
    1. (мысль, чувство) ἐμπνέω, προκαλώ:
    \внушать страх ἐμπνέω (или προκαλώ) φόβο· \внушать доверие (опасение) ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη (ανησυχία)· \внушать отвращение προκαλώ ἀηδία·
    2. (поучать, наставлять) βάζω στό νοῦ, ὑποβάλλω, παραινώ.

    Русско-новогреческий словарь > внушать

  • 14 вызывать

    вызывать
    несов
    1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):
    \вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·
    2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:
    \вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:
    \вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·
    4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω.

    Русско-новогреческий словарь > вызывать

  • 15 мерзость

    мерзость
    ж ἡ σιχαμάρα, ἡ βδελυγμία, ἡ ἀηδία.

    Русско-новогреческий словарь > мерзость

  • 16 омерзение

    омерз||ение
    с ὁ βδελυγμός, ἡ ἀηδία, ἡ ἀπέχθεια / ἡ ἀποστροφή (отвращение):
    внушать \омерзение προξενώ ἀπέχθεια· противен до \омерзениеения ἀντιπαθητικός μέχρι ἀηδίας· с \омерзениеением μέ βδελυγμία.

    Русско-новогреческий словарь > омерзение

  • 17 передергивать

    передергивать
    несов разг
    1. (в картах) κλέβω στά χαρτιά·
    2. (искажать) διαστρέφω, παραμορφώνω:
    \передергивать факты διαστρέφω τά γεγονότα·
    3. безл:
    меня передернуло от отвращения μοῦ ήλθε ἀηδία· его передернуло от боли τόν ἐπιασαν σπασμοί ἀπό τόν πόνο.

    Русско-новогреческий словарь > передергивать

  • 18 nastiness

    noun αηδία,χυδαιότητα,προστυχιά,κακία

    English-Greek dictionary > nastiness

  • 19 nausea

    ['no:ziə, ]( American[) -ʃə]
    (a feeling of sickness.) ναυτία,αηδία,αναγούλα

    English-Greek dictionary > nausea

  • 20 revolt

    [rə'vəult] 1. verb
    1) (to rebel (against a government etc): The army revolted against the dictator.) επαναστατώ, εξεγείρομαι
    2) (to disgust: His habits revolt me.) προκαλώ φρίκη/αηδία
    2. noun
    1) (the act of rebelling: The peasants rose in revolt.) επανάσταση
    2) (a rebellion.) εξέγερση
    - revolting

    English-Greek dictionary > revolt

См. также в других словарях:

  • ἀηδία — ἀηδίᾱ , ἀηδία nauseousness fem nom/voc/acc dual ἀηδίᾱ , ἀηδία nauseousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδίᾳ — ἀηδίαι , ἀηδία nauseousness fem nom/voc pl ἀηδίᾱͅ , ἀηδία nauseousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αηδία — η (Α ἀηδία) 1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά 2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια νεοελλ. ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα αρχ. 1. δυσαρέσκεια 2. μισητή, οχληρή παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής. ΠΑΡ. αηδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αηδία — η σιχασιά, αποστροφή: Ακόμη και το αντίκρισμά του του γεννούσε αηδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀηδίας — ἀηδίᾱς , ἀηδία nauseousness fem acc pl ἀηδίᾱς , ἀηδία nauseousness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδίαι — ἀηδία nauseousness fem nom/voc pl ἀηδίᾱͅ , ἀηδία nauseousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδίαν — ἀηδίᾱν , ἀηδία nauseousness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδιῶν — ἀηδία nauseousness fem gen pl ἀηδίζω disgust fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδίαις — ἀηδία nauseousness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδίη — ἀηδία nauseousness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδίην — ἀηδία nauseousness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»