Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αδύνατ

См. также в других словарях:

  • ἀδύνατ' — ἀδύνατα , ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc pl ἀδύνατε , ἀδύνατος unable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»