-
1 слабый
1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατοςανίσχυρος2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/όςμικρής ισχύος- ό μοτέρ3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος- свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατοςμη πειστικός6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατοςανεπαρκής7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρόςελεύθεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый
См. также в других словарях:
ἀδύνατ' — ἀδύνατα , ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc pl ἀδύνατε , ἀδύνατος unable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek