-
1 αδέλφι
το братишка
См. также в других словарях:
αδέλφι — και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) [ἀδελφός] αδελφός ή αδελφή νεοελλ. 1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος 2. όμοιος, ταίρι 3. αγαπητός, αχώριστος φίλος 4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος 5. ο πλακούντας τού… … Dictionary of Greek
Alonissos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) DEC … Deutsch Wikipedia
Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) … Deutsch Wikipedia
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia
αδέλφιον — ἀδέλφιον, το (Α) [ἀδελφός] αδελφός, αδέλφι* … Dictionary of Greek
αδελφίνι — και αδερφίνι, το [αδελφίνα] αδελφός, αδέλφι* … Dictionary of Greek
τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν … Dictionary of Greek