-
1 αγώνας
[агонас] ουσ. а. борьба, соревнование, состязание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγώνας
-
2 борьба
борьба ж 1) ο αγώνας, η πάλη классовая \борьба αταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων \борьба за мир о αγώνας για την ειρήνη \борьба за независимость о αγώνας για την ανεξαρτη σία* национально-освободительная \борьба ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας 2) спорт, η πάλη вольная \борьба η ελεύθερη πάλη классическая \борьба η ελληνορωμαϊκή πάλη* * *ж1) ο αγώνας, η πάληкла́ссовая борьба́ — ο ταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
борьба́ за незави́симость — ο αγώνας για την ανεξαρτησία
национа́льно-освободи́тельная борьба́ — ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας
2) спорт. η πάληво́льная борьба́ — η ελεύθερη πάλη
класси́ческая борьба́ — η ελληνορωμαϊκή πάλη
-
3 матч
-
4 состязание
состязание с о αγώνας; \состязаниея в беге о αγώνας δρόμου* * *сο αγώναςсостяза́ния в бе́ге — ο αγώνας δρόμου
-
5 борьба
борьбаж в разн. знач. ὁ ἀγώνας [-ων], ἡ πάλη:национально-освободительная \борьба ὁ ἐθνικός ἀπελευθερωτικός ἀγώνας; \борьба» классов ἡ ταξική πάλη, ἡ πάλη τῶν τάξεων \борьба противоположностей филос. ἡ πάλη των ἀντιθέσεων \борьба за существование ὁ ἀγώνας γιά τήν ὕπαρξη; \борьба не на жизнь, а на смерть ἀγώνας μέχρι θανάτου; классическая \борьба спорт. ἡ ἐλληνορωμαϊκή πάλη. -
6 соревнование
соревнование с 1) η άμιλλα** * *с1) η άμιλλα2) мн.соревнова́ния — спорт. ο αγώνας
соревнова́ние на ку́бок — ο αγώνας του κυπέλλου
спорти́вные соревнова́ния — οι αθλητικές αγώνες
ша́хматные соревнова́ния — ο αγώνας σκακιού
-
7 бой
боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.1. μάχη•наступательные бой επιθετικές μάχες•
бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•
поле боя το πεδίο της μάχης•
вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•
морской бой ναυμαχία•
решающий бой αποφασιστική μάχη•
рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•
уличный бой οδομαχία•
разгорался η μάχη άναψε•
вести бой διεξάγω μάχη•
взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•
дать бой δίνω μάχη•
вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•
принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•
уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•
отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•
сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•
выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.
2. αγώνας, πάλτρ•классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.
3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•кулачный бой η πυγμαχία.
4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•
барабанный бой η τυμπανοκρουσία.
5. σπάσιμο, θραύση•бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•
яйца-бой αυγά σπασμένα.
εκφρ.брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•бой-баба βλ. баба., -
8 борьба
-ы θ.1. η πάλη•классическая κλασσική πάλη (ελληνορωμαϊκή)•
французская борьба η γαλλική πάλη.
2. αγώνας•многовековая борьба греческого народа против турецкого ига ο μακραίωνας αγώνας του ελληνικού λαού κατά του τουρκικού ζυγού•
борьба за существование αγώνας ύπαρξης (επιβίωσης).
3. σύγκρουση•душевная борьба ψυχική πάλη•
борьба долга с чувством πάλη καθήκοντος και συναισθήματος.
-
9 игра
игра ж 1) το παιχνίδι 2) (состязание) о αγώνας \игра окончилась со счётом... (вничью) το παιχνίδι τελείωσε με σκορ... (ισόπαλο) вне \играы спорт, οφσάιντ 3) муз., театр, το παίξιμο* * *ж1) το παιχνίδι2) ( состязание) ο αγώναςигра́ око́нчилась со счётом... (вничью́) — το παιχνίδι τελείωσε με σκορ... (ισόπαλο)
вне игры́ — спорт. οφσάιντ
3) муз., театр. το παίξιμο -
10 идеологический
идеологический ιδεολογι κός \идеологическийая борьба о ιδεολογι κός αγώνας* * *идеологи́ческая борьба́ — ο ιδεολογικός αγώνας
-
11 классовый
классовый ταξικός \классовыйая борьба о ταξικός αγώνας* * *кла́ссовыйая борьба́ — ο ταξικός αγώνας
-
12 кросс
-
13 кубок
кубок м το κύπελλο· розыгрыш \кубокка о αγώνας για το κύπελλο* * *мτο κύπελλοро́зыгрыш ку́бка — ο αγώνας για το κύπελλο
-
14 мир
I мир Ι м (вселенная) о κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη· во всём \мире σ' όλο τον κόσμο II мир II м (согласие) η ειρήνη' \мир во всём \мир οη ειρήνη σ' όλο τον κόσμο· прочный \мир η σταθερή ειρήνη· борьба за \мир ο αγώνας για την ειρήνη· защита \мира η υπεράσπιση της ειρήνης* жить в \мире ζούμε αγαπημένα" заключить \мир συνάπτω ειρήνη* * *I м( вселенная) ο κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένηII м( согласие) η ειρήνηпро́чный мир — η σταθερή ειρήνη
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
защи́та мира — η υπεράσπιση της ειρήνης
заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη
-
15 полуфинал
-
16 финальный
финальный: \финальныйая встреча спорт, о τελικός αγώνας* * *фина́льная встре́ча — спорт. ο τελικός αγώνας
-
17 футбольный
футбольный ποδοσφαιρικός; \футбольныйая команда η ποδοσφαιρική ομάδα; \футбольный матч о ποδοσφαιρικός αγώνας* \футбольныйое поле το γήπεδο ποδοσφαίρου* * *футбо́льная кома́нда — η ποδοσφαιρική ομάδα
футбо́льный матч — ο ποδοσφαιρικός αγώνας
футбо́льное по́ле — το γήπεδο ποδοσφαίρου
-
18 четвертьфинал
-
19 бой
бойм1. ἡ μάχη:воздушный \бой ἡ ἀερομαχία; морской \бой ἡ ναυμαχία; рукопашный \бой ἡ μάχη σῶμα προς σώμα; у́личные бой οἱ ὁδομαχίες; встречный \бой ἡ ἀντεπίθεση; давать \бой δίνω μάχη; брать с бо́ю παίρνω (или κυριεύω) ἐξ ἐφόδου; сдаваться без бо́я παραδίδομαι ἀμαχητί;2. (борьба, состязание) ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας [-ών]:кулачный \бой ἡ πυγμαχία; \бой быко́в ἡ ταυρομαχία; петушиный \бой ἡ ἀλεκτορομαχία, ὁ ἀγώνας πετεινών3. (удары):\бой часов ὁ χτύπος τοῦ [ὠ]ρολογίου; барабанный \бой ἡ τυμπανοκρουσία;4. (битая посуда и т. ἡ.) τά σπασμένα, τά θρύψαλλα -
20 матч
матчм ὁ ἀγώνας, τό ματς:футбольный \матч ὁ ποδοσφαιρικός ἀγώνας, τό ποδοσφαιρικό ματς.
См. также в других словарях:
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
αγώνας — ο 1. έντονη προσπάθεια για την υπερνίκηση εμποδίων, αντιπάλου κτλ.: Απόχτησε ό,τι έχει ύστερα από μεγάλους αγώνες. 2. άμιλλα στο στίβο: Οι Ολυμπιακοί αγώνες γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια. 3. ένοπλη σύγκρουση αντίπαλων στρατών: Ο αγώνας ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγῶνας — Ἀγών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγῶνας — ἀγών gathering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανένδοτος (Αγώνας) — Ιστορικοπολιτικός όρος που προήλθε από τον Γεώργιο Παπανδρέου και αναφέρεται στη σφοδρή αντιπολιτευτική τακτική που ακολούθησε το κόμμα του (η Ένωσις Κέντρου), αλλά και η ΕΔΑ, μετά τις αμφιλεγομένου κύρους εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, οι… … Dictionary of Greek
Μακεδονικός αγώνας — Βλ. λ. Μακεδονία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
μονομαχία — Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Мазаракис-Эниан, Константинос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Мазаракис Эниан. Константинос Мазаракис Эниан (греч. Κωνσταντίνος Μαζαράκης Αινιάν Нафплион 1869(1869) Афины 1949 … Википедия