-
1 состязание
состязание с о αγώνας; \состязаниея в беге о αγώνας δρόμου* * *сο αγώναςсостяза́ния в бе́ге — ο αγώνας δρόμου
-
2 состязание
состязан||иес ὁ ἀγώνας, ὁ ἀγών/ ὁ συναγωνισμός (в остроумии, мастерстве и т. п.)Ι ἡ ἄμιλλα (соревнование!):\состязание в беге ὁ ἀγώνας δρόμου· \состязаниеня в плавании οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες· международные \состязаниеия οἱ διεθνείς ἀγώνες. -
3 race
I 1. [reis] noun(a competition to find who or which is the fastest: a horse race.) αγώνας δρόμου/ταχύτητας, κούρσα2. verb1) (to (cause to) run in a race: I'm racing my horse on Saturday; The horse is racing against five others.) τρέχω σε αγώνα δρόμου/ βάζω (άλογο) να τρέξει σε ιπποδρομία2) (to have a competition with (someone) to find out who is the fastest: I'll race you to that tree.) παραβγαίνω3) (to go etc quickly: He raced along the road on his bike.) τρέχω•- racer- racecourse
- racehorse
- racetrack
- racing-car
- a race against time
- the races II [reis]1) (any one section of mankind, having a particular set of characteristics which make it different from other sections: the Negro race; the white races; ( also adjective) race relations.) φυλή/ φυλετικός2) (the fact of belonging to any of these various sections: the problem of race.) φυλετική καταγωγή3) (a group of people who share the same culture, language etc; the Anglo-Saxon race.) γένος, φύλο•- racial- racialism
- racialist
- the human race
- of mixed race -
4 состязание
-я ουδ.άμιλλα, συναγωνισμός•состязание в выдержке συναγων ισμό.ς αντοχής.
|| (αθλτ.) αγώνας•состязание в беге αγώνας δρόμου.
|| παλ. συζήτηση, λογομαχία, διαμάχη. -
5 звездный
звездн||ыйприл ἐναστρος, ξάστερος:\звездныйое небо ὁ ἔναστρος οὐρανός· ◊ \звездный пробег спорт. ὁ ἀγωνας δρόμου (ἀπό διάφορα σημεία προς ἕνα κέντρο). -
6 obstacle race
(a race in which runners have to climb over, crawl through etc obstacles such as tyres, nets etc.) αγώνας δρόμου μετ' εμποδίων -
7 sprint
[sprint] 1. noun1) (a run or running race performed at high speed over a short distance: Who won the 100 metres sprint?) αγώνας δρόμου μικρής απόστασης, σπριντ2) (the pace of this: He ran up the road at a sprint.) γρήγορο τρέξιμο2. verb(to run at full speed especially (in) a race: He sprinted (for) the last few hundred metres.) τρέχω ολοταχώς- sprinter -
8 забег
[ζαμπιέκ] ουσ. α. αγώνας δρόμου, τρέξιμο -
9 забег
[ζαμπιέκ] ουσ α αγώνας δρόμου, τρέξιμο -
10 kros
αγώνας ανωμάλου δρόμου -
11 кросс
-
12 кросс
кроссм ὁ ἀγώνας ἀνωμάλου δρόμου. -
13 кросс
[κρόσς] ουσ. α αγώνας ανωμάλου δρόμου -
14 кросс
[κρόσς] ουσ α αγώνας ανωμάλου δρόμου
См. также в других словарях:
κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που … Dictionary of Greek
ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων … Dictionary of Greek
αλάδρομος — ἀλάδρομος, ο (Α) τρέξιμο πάνω από τη θάλασσα (κατά μία εκδοχή δρόμος με άλματα). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. διθυραμβική, που πλάστηκε από τον Αριστοφάνη και απαντά στην κωμωδία του «Όρνιθες». Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη με πιθανό α συνθ. το ουσ. ἅλς… … Dictionary of Greek
αμαξοδρομία — η 1. περίπατος με άμαξα, αμαξάδα 2. αγώνας δρόμου με άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + δρομία < δρόμος < δρόμος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομικός] … Dictionary of Greek
αρματοδρομία — η (AM ἁρματοδρομία) [αρματοδρόμος] αγώνας δρόμου με άρμα νεοελλ. επιδεικτική παρέλαση αρμάτων … Dictionary of Greek