-
61 μει-αγωγός
μει-αγωγός, der den φράτορες ein Opferthier darbringt, s. μεῖον, Eupol. bei Harpocr.
-
62 ξεν-αγωγός
ξεν-αγωγός, = ξεναγός, Sp., auch früher als v. l., vgl. Lob. Phryn. 430.
-
63 δικτυ-αγωγός
δικτυ-αγωγός, ὁ, Netzführer, Fischer, Poll. 5, 17.
-
64 δημ-αγωγός
δημ-αγωγός, ὁ, Volksführer, -leiter, Räthgeber des Volks; im guten Sinne, z. B. Perikles, Isocr. 8, 126; vgl. Arist. pol. 5, 5; von Kleons Zeiten an aber im schlechten Sinne, der sich durch Schmeicheleien u. andere unwürdige Künste die Gunst des Volkes zu erwerben u. dieses für seine eigennützigen Zwecke zu benutzen weiß, Thuc. 4, 21; Xen. Hell. 2, 3, 27; καὶ ὀχλοκόπος Pol. 3, 80.
-
65 λαρκ-αγωγός
λαρκ-αγωγός, Körbe tragend, ὄνος, Eur. bei Poll. 10, 111.
-
66 λαφῡρ-αγωγός
λαφῡρ-αγωγός, Beute wegführend, machend, Schol. Il. 10, 460; nach Lob. zu Phryn. p. 383 bei Polyaen. 8, 16, 6 für φυγαγωγός zu schreiben.
-
67 θε-αγωγός
θε-αγωγός, die Götter heranführend, beschwörend, Sp.
-
68 λιθ-αγωγός
λιθ-αγωγός, μηχανή, Steine herbeiführend, Poll. 10, 148.
-
69 λοχ-αγωγός
λοχ-αγωγός, = λοχαγός, Argum. pind. N. 4.
-
70 οἰν-αγωγός
οἰν-αγωγός, Wein führend, herbeibringend, ὁλκάς, Phereer. bei Ath. XI, 481 c.
-
71 αἱμ-αγωγός
αἱμ-αγωγός, Blut ableitend, Diosc.
-
72 μῡρι-αγωγός
μῡρι-αγωγός, zehntausend Mann führend, bes. ναῦς, ein Schiff, das zehntausend Mann oder Lasten u. vgl. führen kann, Strab. III, 151; D. Hal. 3, 44 u. a. Sp. Vgl. μυριοφόρος.
-
73 ἀ-παρ-άγωγος
ἀ-παρ-άγωγος, nicht abzulenken, standhaft, Sp.
-
74 ἀπ-αγωγός
ἀπ-αγωγός, abführend, vertreibend, Sp.
-
75 ἀπο-συν-άγωγος
ἀπο-συν-άγωγος, aus der Synagoge gestoßen, N. T.
-
76 ἀρχι-συν-άγωγος
ἀρχι-συν-άγωγος, ὁ, Oberster der Synagoge, N. T.
-
77 ὀχετ-αγωγός
ὀχετ-αγωγός, ὁ, = ὀχετηγός, Poll. 1, 221.
-
78 ὀχλ-αγωγός
ὀχλ-αγωγός, den großen Haufen, das Volk zusammenführend, zusammenrottend, das Volk um sich her versammelnd, um ihm ein Schauspiel zu geben, der Marktschreier, Sp., wie Ios.
-
79 ἀγκαλιδ-αγωγός
ἀγκαλιδ-αγωγός, einen Armvoll, ein Bündel tragend, von Eseln, Poll. 7, 109.
-
80 ἀν-αγωγός
См. также в других словарях:
ἀγωγός — leading masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αγωγός — ο 1. σωλήνας ή σύρμα με το οποίο μεταφέρεται ή διοχετεύεται κάτι: Πολύ κοντά στο σπίτι μου περνάει ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός. 2. σώμα που έχει ή δεν έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τον ηλεκτρισμό ή τη θερμότητα: Το ξύλο είναι κακός αγωγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγό σύστημα ή αγωγός ιστός — Το κυκλοφορικό σύστημα των φυτών. Ο α.ι. αποτελείται από το ξύλωμα (αγγειώδης μοίρα) και το φλοίωμα (ηθμώδης μοίρα). Διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τα φύλλα και χρησιμεύει στη μεταφορά του νερού και διαλυμάτων αλάτων από τις… … Dictionary of Greek
συλλέκτης — Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά… … Dictionary of Greek
ἀγωγότερον — ἀγωγός leading adverbial comp ἀγωγός leading masc acc comp sg ἀγωγός leading neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… … Dictionary of Greek
ἀγωγόν — ἀγωγός leading masc/fem acc sg ἀγωγός leading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδές — Αγωγός περιτυλιγμένος σπειροειδώς, σ’ έναν υψηλό αριθμό διαδοχικών σπειρών. Καθεμιά από τις σπείρες αυτές, όταν διαρρέεται από ρεύμα, ισοδυναμεί μ’ ένα μαγνητικό έλασμα (*μαγνητισμός). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σ. συνίσταται στο ότι κατά μήκος… … Dictionary of Greek
ἀγωγοτάτοις — ἀγωγός leading masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγοῖς — ἀγωγός leading masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)