-
21 аграрный
[αγκράρνυϊ] επ. αγροτικός -
22 крестьянский
[κριστ'γιάνσκιϊ] εκ. αγροτικός -
23 аграрный
[αγκράρνυϊ] επ αγροτικός -
24 крестьянский
[κριστ'γιάνσκιϊ] επ αγροτικός -
25 аграрный
επ.αγροτικός•аграрный вопрос αγροτικό ζήτημα•
-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση.
-
26 артель
-и θ.συνεταιρισμός, συνεργατική, αρτέλ•сельскохозяйственная - αγροτικός συνεταιρισμός.
|| ομάδα, γκρουπ. -
27 выселок
-лка α., κ. выселки -ов πλθ. αγροτικός συνοικισμός, οικισμός. -
28 громада
-
29 деревенский
επ.χωριάτικος, αγροτικός•-ая жизнь χωριάτικη ζωή•
деревенский житель χωρικός, χωριάτης.
-
30 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση. -
31 земледельческий
επ.αγροτικός, γεωργικός•-ая машина αγροτική μηχανή•
земледельческий район αγροτική περιοχή.
-
32 кишлачный
επ.του χωριού, αγροτικός, κοινοτικός• επαρχιακός•-ая школа σχολείο του χωριού•
кишлачный совет το κοινοτικό συμβούλιο.
-
33 кооперация
-и θ.1. συνεργασία παραγωγική.2. συνεταιρισμός•потребительская кооперация καταναλωτικός συνεταιρισμός•
производственная παραγωγικός συνεταιρισμός•
сельскохозяиственная кооперация αγροτικός συνεταιρισμός.
3. συνεταιρικό μαγαζί, κοοπερατίβα. συνεργατική. -
34 крестьянский
επ.αγροτικός•крестьянский вопрос αγροτικό ζήτημα•
-ое движение αγροτικό κίνημα•
-ая девочка χωριατοκόριτσο, -τοπούλα•
- ое хозяйство ή крестьянский двор αγροτικό νοικοκυριό.
-
35 кузнечик
-а α.γρύλλος ο αγροτικός, τριζόνι. -
36 мирянин
-а, πλθ. -яне, -ян α., -ка, -и θ.1. λαϊκός, -ή (αντών. του κληρικός).2. αγροτικός, χωριάτικος, μέλος της αγροτικής κοινότητας.3. παλ. πλθ. -не λαός, κόσμος, άνθρωποι. -
37 пейзанский
επ. ειρν. αγροτικός. -
38 полеводческий
επ.αγροτοκαλλιεργητικός, αγροτικός. -
39 прогон
-
40 просёлок
-лка α. αγροτικός δρόμος (μεταξύ χωριών).
См. также в других словарях:
αγροτικός — ή, ό (Μ ἀγροτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες 2. αυτός που αποτελείται από αγρότες 3. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς μσν. ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
αγροτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους αγρούς, στη γεωργία και την κτηνοτροφία, στους αγρότες: Η αγροτική τράπεζα ιδρύθηκε για να βοηθήσει τους αγρότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek