-
1 земельный
επ.1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•
земельный налог έγγειος φόρος•
фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.
2. αγροτικός•-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•
-ая рента.έγγεια πρόσοδος•
-ое законоательство αγροτική νομοθεσία•
-ая община αγροτική κοινότητα•
земельный кодекс αγροτικός κώδικας•
земельный банк αγροτική τράπεζα•
-ая собственность γεωκτησία•
земельный кредит αγροτική πίστωση.
-
2 аграрный
-
3 выставка
выставка ж η έκθεση промышленная (сельскохозяйственная) \выставка η βιομηχανική ( αγροτική) έκθεση* * *жη έκθεσηпромы́шленная (сельскохозя́йственная) вы́ставка — η βιομηχανική (αγροτική) έκθεση
-
4 сельский
сельский αγροτικός; χωριάτικος (деревенский)· \сельскийое хозяйство η αγροτική οικονομία, η γεωργία* * *αγροτικός; χωριάτικος ( деревенский)се́льское хозя́йство — η αγροτική οικονομία, η γεωργία
-
5 хозяйство
хозяйство с 1) (домашнее ) το νοικοκυριό 2) (экономика) η οικονομία; народное \хозяйство η εθνική οικονομία; сельское \хозяйство η αγροτική οικονομία* * *с1) ( домашнее) το νοικοκυριό2) ( экономи-ка) η οικονομίαнаро́дное хозя́йство — η εθνική οικονομία
се́льское хозя́йство — η αγροτική οικονομία
-
6 аграрный
аграрн||ыйприл ἀγροτικός:\аграрныйая страна ἡ ἀγροτική χώρα; \аграрныйая реформа ἡ ἀγροτική μεταρρύθμιση; \аграрный вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα. -
7 хозяйство
хозяйствос1. ἡ οίκονομία:мировое \хозяйство ἡ παγκόσμια οίκονομία· плановое \хозяйство ἡ σχεδιασμένη οίκονομία· народное \хозяйство ἡ ἐθνική (или ἡ λαϊκή) οίκονομία· сельское \хозяйство ἡ ἀγροτική οίκονομία· натуральное \хозяйство ἡ φυσική οίκονομία· зерновое \хозяйство ἡ καλλιέργεια σιτηρών2. (домашнее) τό νοικοκυριό·3. (в деревне) τό ἀγροτικό νοικοκυριό,· ἡ ἀγροτική ἰδιοκτησία:единоличное \хозяйство τό ἀτομικό νοικοκυριό· коллективное \хозяйство ὁ συνεταιρισμός, τό κολχόζ·4. (инвентарь) τά ἐργαλεία, τά ἐξαρτήματα, τά σύνεργα:\хозяйство артели τά σύνεργα τοῦ συνεταιρισμοί). -
8 земледельческий
επ.αγροτικός, γεωργικός•-ая машина αγροτική μηχανή•
земледельческий район αγροτική περιοχή.
-
9 сельский
επ.αγροτικός• χωρικός, του χωριού• της υπαίθρου•-ая жизнь αγροτική ζωή, η ζωή του χωριού•
-ая школа το σχολείο του χωριού•
-ие работы αγροτικές δουλειές•
учитель ο δάσκαλος του χωριού•
сельский священник ο παπάς του χωριού•
-ая молоджь η αγροτική νεολαία•
сельский совет βλ. сельсовет; сельский корреспондент βλ. селькор; -ая местность η ύπαιθρος, η εξοχή•
-ое хозяйство αγροτικό νοικοκυριό.
-
10 сельскохозяйственный
επ.της αγροτικής οικονομίας• αγροτικός, γεωργικός• γεωπονικός, της γεωργίας•-ые работы αγροτικές (γεωργικές) δουλειές•
-ая выставка έκθεση αγροτικής οικονομίας•
-ые товары αγροτικά εμπορεύματα (προϊόντα)•
-ая кооперация αγροτικός συνεταιρισμός•
-ая страна αγροτική χώρα•
-ая машина αγροτική μηχανή•
сельскохозяйственный институт ινστιτούτο αγροτικής οικονομίας ή γεωργίας.
-
11 авиация
1. (теория и практика полетов, служба, вид транспорта) η αεροπορίαразведывательная - αναγνώρισης/κατασκοπείαςтранспортная - μεταφορών/μεταγωγών2. (совокупность самолётов, вертолётов) о αεροπορικός/εναέριος στόλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиация
-
12 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
13 машиностроение
η βιομηχανία, η κατασκευή μηχανημάτων, η μηχανοποιΐαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машиностроение
-
14 мелиорация
η έγγειο βελτίωσητα εγγειοβελτιωτικά έργα* агротехническая - αγρο-τεχνική -химическая - χημ^ή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мелиорация
-
15 страна
η χώρα. аграрная - αγροτική -γεωργική -, - изготовления - παραγωγήςсельскохозяйственная - см. аграрная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > страна
-
16 телега
η τετράτροχη αγροτική άμαξα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телега
-
17 ферма
1. стр. η φέρουσα κατασκευήη δικτυωτή δοκός2. с.-х. η αγροτική μονάδα, разг. η φάρμα (ξεν.)молочная - γαλακτοπαραγωγική -, το γαλακτοπαραγωγικό αγρόκτημα -3. мор. το πλαίσιοοι φέροντες νομείςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ферма
-
18 земельный
земе́льный уча́сток — το γήπεδο; το οικόπεδο ( для строительства)
земе́льная со́бственность — η γαιοκτησία
земе́льная рефо́рма — η αγροτική μεταρρύθμιση
-
19 инвентарарь
инвентар||арьм1. τά στοιχεία τής κινητής περιουσίας:сельскохозяйственный \инвентарарьа́рь ἡ ἀγροτική κινητή περιουσία· мертвый \инвентарарьарь ἡ ἄψυχη κινητή περιουσία·2. (подробная опись имущества) κατάστιχο ἀπογραφή. -
20 интенсивный
интенси́вн||ыйприл в разн. знач. ἐντατικός, ἔντονος:\интенсивныйый труд ἡ ἐντατική δουλειά· \интенсивныйая деятельность ἡ Εντονη δράση· \интенсивныйое сельское хозяйство ἡ ἐντατική ἀγροτική καλλιέργεια.
См. также в других словарях:
αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως … Dictionary of Greek
αγροτική μεταρρύθμιση — Οργανικό σύνολο νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, με τα οποία τροποποιείται η κατανομή και η διάρθρωση της έγγειας ιδιοκτησίας, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των αγροτών, την επίλυση των προβλημάτων ανεργίας ή υποαπασχόλησης στις αγροτικές… … Dictionary of Greek
αγροτική νομοθεσία — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν κυρίως θέματα εποικισμού ή αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων με την παραχώρηση κτημάτων του δημοσίου ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκουν σε διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η α.ν.… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
αγροτική πίστη — Η ενίσχυση με ποικίλες μορφές δανεισμού της αγροτικής παραγωγής. Η α.π. διακρίνεται: α) Με βάση τον σκοπό δανεισμού, σε καταναλωτική και παραγωγική. Η πρώτη σκοπεύει στην εξυπηρέτηση άμεσων προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών του αγρότη, ενώ η… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
δουλοπάροικοι — Αγροτική κοινωνική τάξη που διαμορφώθηκε κυρίως την περίοδο του Μεσαίωνα. Από τον 4o αι. μ.Χ. και ύστερα, με την επιδείνωση της πολιτικής και οικονομικής κρίσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι αγρολήπτες και αγρομισθωτοί, δηλαδή οι ελεύθεροι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek