-
21 αγοράζω
1) kupować czas.2) nabyć czas.3) nabywać czas. -
22 αγοράζω
1) koupit2) kupovat3) nakupovat4) vykoupit -
23 αγοράζω
1) buy2) purchaseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγοράζω
-
24 αγοράζω σε δημοπρασία
-
25 αγοράζω σε πλειστηριασμό
-
26 Αγοράζω γουρούνι στο σακί
• Покупать кота в мешкеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αγοράζω γουρούνι στο σακί
-
27 προς-αγοράζω
προς-αγοράζω, noch dazu kaufen, D. Sic.
-
28 προ-αγοράζω
προ-αγοράζω, vorher laufen (?).
-
29 παρ-αγοράζω
παρ-αγοράζω, = παροψωνέω, Alexis bei Ath. IV, 171 b.
-
30 συν-αγοράζω
συν-αγοράζω, zusammenkaufen; Arist. oec. 2, 9; D. Sic. 19, 91; perf. pass., Ath. I, 6 a.
-
31 κατ-αγοράζω
κατ-αγοράζω, ankaufen; φορτία Dem. 34, 7; in Ephipp. bei Ath. VIII, 359 a will Mein. κἆτ' ἀγοράσαι dafür schreiben.
-
32 ἀντ-αγοράζω
ἀντ-αγοράζω, dagegen einkaufen, Xen. An. 1, 5, 5; Dem. 35, 23.
-
33 ἐξ-αγοράζω
ἐξ-αγοράζω, aus-, aufkaufen; Plut. Crass. 2; παρά τινος, Pol. 3, 42, 2; loskaufen, D. Sic. 36, 1; auch im med., N. T.
-
34 закупать
αγοράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закупать
-
35 покупать
αγοράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покупать
-
36 раскупать
αγοράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскупать
-
37 koupit
αγοράζω -
38 kupovat
αγοράζω -
39 nakupovat
αγοράζω -
40 vykoupit
αγοράζω
См. также в других словарях:
ἀγοράζω — frequent the pres subj act 1st sg ἀγοράζω frequent the pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράζω — αγοράζω, αγόρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
αγοράζω — αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος 1. προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω. 2. διαφθείρω με το χρήμα: Αυτόν δεν τον λογάριαζε, γιατί ήξερε πως ήταν αγορασμένος – συνηθισμ. φρ.: Μας πουλά και μας αγοράζει (είναι πιο έξυπνος από μας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγοράζῃ — ἀγοράζω frequent the pres subj mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres ind mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσατε — ἀγοράζω frequent the aor imperat act 2nd pl ἀ̱γοράσατε , ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσουσι — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσουσιν — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγορασμένα — ἀγοράζω frequent the perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραζομένων — ἀγοράζω frequent the pres part mp fem gen pl ἀγοράζω frequent the pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραζόμενον — ἀγοράζω frequent the pres part mp masc acc sg ἀγοράζω frequent the pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)