-
1 нежить
-
2 возликовать
-кую, -куешьρ.σ.αγαλλιάζω, αγαλλιώ, αγάλλομαι, υπερχαίρω, -ομαι. -
3 восторгать
-
4 восхитить
-и/щу, -и/тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.παλ. εξυψώνω, ανεβάζω στα ύψη, μεγαλύνω.-ищу/, -ити/шь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.εκπλήσσω, προξενώ θαυμασμό, θέλγω, κατευφραίνω.-сяθαυμάζω, θέλγομαι, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. -
5 ликовать
-кую, -куешь, μτχ. ενστ. ликующийρ.δ. (αν)αγαλλιάζω, αγάλλομαι. -
6 радовать
-дую, -дуешьρ.δ.μ.χαροποιώ.χαίρομαι, αγαλλιάζω• ευφραίνομαι•очень χαίρομαι πολύ•
душа -ется ευφραίνεται η ψυχή.
-
7 светлеть
ρ.δ.1. γίνομαι φωτε ι νός, λαμπρός•-еет взгляд γίνεται φωτεινό το βλέμμα•
ум -еет ο νους γίνεται φωτεινός.
2. (απρόσ.) ξημερώνω, φέγγω•-ло έφεξε, ξημέρωσε.
|| λάμπω από χαρά, αγαλλιάζω, ευφραίνομαι•у него на душе -ло αγαλλίασε (ευφράνθηκε) η ψυχή του.
3. λάμπω, φωτίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ. (1, 3 σημ.). -
8 смаковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смакованный, βρ: -вал, -а, -оρ.δ.μ.1. φαγοποτώ, ευωχουμαι.2. μτφ. λέγω, προφέρω, διαβάζω με αγα.λίαση, ικανοποίηση.αγαλλιάζω• ευωχουμαι κλπ ρ. ενεργ. φ. -
9 упоить
упою, упоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упонный, βρ: упон, упоена, упоено ρ.σ.μ.1. (απλ.)• ποτίζω (με οινοπνευματώδη ποτά), μεθώ.2. (γραπ. λόγος) ευφραίνω, αγαλλιάζω• ενθουσιάζω•упоить успехом μεθώ από την επιτυχία.
См. также в других словарях:
αγαλλιάζω — αγαλλιάζω, αγαλλίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγαλλιάζω — και αναγαλλιάζω (αν)αγάλλιασα, χαίρομαι, ευφραίνομαι: Μόλις αντίκρισε τα γνώριμά του πρόσωπα αναγάλλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση … Dictionary of Greek
αγαλλιώ — (Α ἀγαλλιῶ) ( άω) χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε ιάω] … Dictionary of Greek