-
81 ραχιαίος
αία, ο[ν] спинной -
82 ριπαίος
αία, ον порывистый (о ветре) -
83 σπουδαίος
αία, ο[ν]1) важный, серьёзный; значительный;σπουδαία εφεύρεση — важное открытие;
σπουδαίος νέος — серьёзный юноша;
εξαιρετικά σπουδαίος — особо важный;
παίζω σπουδαίο ρόλο — играть значительную роль;
2) важный, важничающий;σπουδαίο πρόσωπο ирон. — важная шишка;
κάνω το σπουδαίο — важничать;
3) видный, выдающийся, замечательный;σπουδαίος πολιτικός — выдающийся политик;
σπουδαίος στρατηγός — видный генерал;
4) видный (о человеке);5) красивый, прекрасный;σπουδαίο υπόδημα — прекрасная обувь;
6) порядочный, честный, добродетельный;§ τό σπουδαίο είναι, ότι... — важно то, что...;
σπουδαία τα λάχανα! — подумаешь, чепуха!, не бог весть что!
-
84 στεφανιαίος
-
85 στιγμιαίος
αία, ο мгновенный, моментальный; мимолётный -
86 τελευταίος
αία, ο[ν] последний (в разн. знач);τελευταίες ειδήσεις — последние известия;
τελευταίος μαθητής — последний ученик;
τελευταίο ακκόρντο — финальный аккорд;
με τελευταία μόδα — по последней моде;
γιά τελευταία φορά — в последний раз
-
87 τραχηλιαίος
αία, ον, τραχηλικός, ή, ό[ν] шейный -
88 τριμηνιαίος
αία, ον трёхмесячный;τριμηνιαία επιθεώρησις — трёхмесячная инспекционная проверка
-
89 τριταίος
αία, ον совершающийся на третий день;τριταίος πυρετός мед. — терциана, трёхдневная лихорадка
-
90 τροχαίος
αία, ο[ν] 1. относящийся к подвижному составу;τροχαία κίνηση — движение городского транспорта;
2. (ο)1) регулировщик уличного движения; 2) лит. хорей, трохей -
91 τυμπανιαίος
αία, ον вздутый, раздутый -
92 τυχαίος
-
93 υστεραίος
αία, ον уст. 1. следующий;2. (η) следующий, завтрашний день -
94 ψευτοσπουδαίος
αία, ο воображающий себя важной персоной -
95 ωμιαίος
αία, ο[ν], ωμικός, ή, ό[ν] плечевой -
96 ωμοπλατιαίος
αία, ο[ν] анат. лопаточный -
97 ωραίος
αία, ο[ν]1) красивый, прекрасный; прелестный; 2) хороший, отличный, превосходный; 3) живописный -
98 ωριαίος
-
99 ωτιαίος
αία, ο[ν] ушной;ωτιαίον νεύρον — слуховой нерв
-
100 Αίας
См. также в других словарях:
Αἴα — Αἴᾱ , Αἶα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴᾳ — Αἴᾱͅ , Αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
αἴᾳ — αἴ̱ᾱͅ , αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶα — Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴας — Αἴᾱς , Αἴας masc nom sg Αἴᾱς , Αἶα fem acc pl Αἴᾱς , Αἶα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰανῆ — αἰᾱνῆ , αἰανής eternal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek